ἀμόρφωτος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amorfotos
|Transliteration C=amorfotos
|Beta Code=a)mo/rfwtos
|Beta Code=a)mo/rfwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not formed]], [[unwrought]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>249</span>; [[without form]], θεός Procl. [[in R]]. 1.40 K.; <b class="b3">ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος ὕλα</b> Ti. Locr.94a, cf. <span class="bibl">Plot.6.7.3</span>; [[unfigured]], of stars in no constellation, Ptol. <span class="title">Alm.</span>7.5. Adv. ἀμορφώτως <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span>p.780</span> S.</span>
|Definition=ἀμόρφωτον, [[not formed]], [[unwrought]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''249; [[without form]], θεός Procl. ''in R.'' 1.40 K.; <b class="b3">ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος ὕλα</b> Ti. Locr.94a, cf. Plot.6.7.3; [[unfigured]], of stars in no [[constellation]], Ptol. ''Alm.''7.5. Adv. [[ἀμορφώτως]] Procl. ''in Prm.''p.780 S.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[carente de forma]], [[no conformado]] S.<i>Fr</i>.249, ὅταν μὲν θείας ἐπιφανείας ἀναγράφωσιν, ἀ. αὐτὰς καὶ ἀσχηματίστους πειρῶνται φυλάττειν Procl.<i>in R</i>.1.114.3, θεός Procl.<i>in R</i>.1.40.1, cf. Sm.<i>Ps</i>.138.16, ὕλη Plot.6.7.3, χαλκός Them.<i>in Ph</i>.25.13.<br /><b class="num">2</b> [[que no figura]], [[no configurado]] en una constelación de estrellas, Ptol.<i>Alm</i>.7.5.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀμορφώτως]] = [[sin forma]] [[δόξα]] δὲ [[λογικῶς]] μὲν αὐτῶν ἀντιλαμβάνεται καὶ ἀμορφώτως Procl.<i>in Prm</i>.994.39, cf. <i>in R</i>.2.243.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] nicht gestaltet, ὕλη Tim. Locr. 94 a; Soph. frg. 243.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] nicht gestaltet, ὕλη Tim. Locr. 94 a; Soph. frg. 243.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμόρφωτος:''' [[неоформленный]], [[бесформенный]] ([[ὕλη]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμόρφωτος''': -ον, ([[μορφόω]]) ὁ μὴ λαβὼν μορφὴν ἢ [[σχῆμα]], [[ἀδιατύπωτος]], Σοφ. Ἀποσπ. 243· ἀμ. καὶ [[ἀσχημάτιστος]] Τίμ. Λοκρ. 94Α.
|lstext='''ἀμόρφωτος''': -ον, ([[μορφόω]]) ὁ μὴ λαβὼν μορφὴν ἢ [[σχῆμα]], [[ἀδιατύπωτος]], Σοφ. Ἀποσπ. 243· ἀμ. καὶ [[ἀσχημάτιστος]] Τίμ. Λοκρ. 94Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[carente de forma]], [[no conformado]] S.<i>Fr</i>.249, ὅταν μὲν θείας ἐπιφανείας ἀναγράφωσιν, ἀ. αὐτὰς καὶ ἀσχηματίστους πειρῶνται φυλάττειν Procl.<i>in R</i>.1.114.3, θεός Procl.<i>in R</i>.1.40.1, cf. Sm.<i>Ps</i>.138.16, ὕλη Plot.6.7.3, χαλκός Them.<i>in Ph</i>.25.13.<br /><b class="num">2</b> [[que no figura]], [[no configurado]] en una constelación de estrellas, Ptol.<i>Alm</i>.7.5.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin forma]] [[δόξα]] δὲ λογικῶς μὲν αὐτῶν ἀντιλαμβάνεται καὶ ἀμορφώτως Procl.<i>in Prm</i>.994.39, cf. <i>in R</i>.2.243.24.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμόρφωτος]], -ον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μορφώθηκε, [[απαίδευτος]], [[αγράμματος]], [[αμαθής]],<br /><b>2.</b> αυτός που δεν δείχνει [[ούτε]] τη στοιχειώδη [[ευγένεια]], [[αγενής]], [[άξεστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έλαβε [[μορφή]], [[σχήμα]], [[ασχημάτιστος]] [[αδιαμόρφωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχαίο [[ἀμόρφωτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄμορφος]], ενώ το νεοελλ. [[αμόρφωτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μορφώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμορφωσιά]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμόρφωτος]], -ον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μορφώθηκε, [[απαίδευτος]], [[αγράμματος]], [[αμαθής]],<br /><b>2.</b> αυτός που δεν δείχνει [[ούτε]] τη στοιχειώδη [[ευγένεια]], [[αγενής]], [[άξεστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έλαβε [[μορφή]], [[σχήμα]], [[ασχημάτιστος]] [[αδιαμόρφωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχαίο [[ἀμόρφωτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄμορφος]], ενώ το νεοελλ. [[αμόρφωτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μορφώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμορφωσιά]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμόρφωτος:''' неоформленный, бесформенный ([[ὕλη]] Plat.).
}}
}}

Latest revision as of 10:00, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόρφωτος Medium diacritics: ἀμόρφωτος Low diacritics: αμόρφωτος Capitals: ΑΜΟΡΦΩΤΟΣ
Transliteration A: amórphōtos Transliteration B: amorphōtos Transliteration C: amorfotos Beta Code: a)mo/rfwtos

English (LSJ)

ἀμόρφωτον, not formed, unwrought, S.Fr.249; without form, θεός Procl. in R. 1.40 K.; ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος ὕλα Ti. Locr.94a, cf. Plot.6.7.3; unfigured, of stars in no constellation, Ptol. Alm.7.5. Adv. ἀμορφώτως Procl. in Prm.p.780 S.

Spanish (DGE)

-ον
I 1carente de forma, no conformado S.Fr.249, ὅταν μὲν θείας ἐπιφανείας ἀναγράφωσιν, ἀ. αὐτὰς καὶ ἀσχηματίστους πειρῶνται φυλάττειν Procl.in R.1.114.3, θεός Procl.in R.1.40.1, cf. Sm.Ps.138.16, ὕλη Plot.6.7.3, χαλκός Them.in Ph.25.13.
2 que no figura, no configurado en una constelación de estrellas, Ptol.Alm.7.5.
II adv. ἀμορφώτως = sin forma δόξα δὲ λογικῶς μὲν αὐτῶν ἀντιλαμβάνεται καὶ ἀμορφώτως Procl.in Prm.994.39, cf. in R.2.243.24.

German (Pape)

[Seite 128] nicht gestaltet, ὕλη Tim. Locr. 94 a; Soph. frg. 243.

Russian (Dvoretsky)

ἀμόρφωτος: неоформленный, бесформенный (ὕλη Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόρφωτος: -ον, (μορφόω) ὁ μὴ λαβὼν μορφὴν ἢ σχῆμα, ἀδιατύπωτος, Σοφ. Ἀποσπ. 243· ἀμ. καὶ ἀσχημάτιστος Τίμ. Λοκρ. 94Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμόρφωτος, -ον) νεοελλ.
1. αυτός που δεν μορφώθηκε, απαίδευτος, αγράμματος, αμαθής,
2. αυτός που δεν δείχνει ούτε τη στοιχειώδη ευγένεια, αγενής, άξεστος
αρχ.
αυτός που δεν έλαβε μορφή, σχήμα, ασχημάτιστος αδιαμόρφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο ἀμόρφωτος < ἄμορφος, ενώ το νεοελλ. αμόρφωτος < α- στερ. + μορφώνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμορφωσιά].