ἀσκητός: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Uebung" to "Übung") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=askitos | |Transliteration C=askitos | ||
|Beta Code=a)skhto/s | |Beta Code=a)skhto/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀσκητή, ἀσκητόν,<br><span class="bld">A</span> [[curiously wrought]], νῆμα Od.4.134; λέχος 23.189; χρίματα Xenoph.3.6; εἵματα Theoc.24.140; [[adorned]], [[decked]], [[πέπλῳ]] [[with]]... Id.1.33, cf. ''AP''6.219.3 (Antip.). Adv. [[ἀσκητῶς]] prob.l. in Simon.157.<br><span class="bld">2</span> to [[be got by practice]] or to [[be reached by practice]], <b class="b3">οὐ διδακτὸν ἀλλ' ἀσκητόν</b>, of [[virtue]], Pl.''Men.'' 70a, cf. [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.2.23; μαθητὸν ἢ ἐθιστὸν ἢ καὶ ἄλλως πως ἀσκητόν [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1099b10.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[exercised]], [[practised in]] a thing, Ἀθηναίης παλάμῃσιν Simon. l. c. (codd. D.L.); ἀνὴρ ἀσκητὸς καὶ σοφός Plu.''Lyc.'' 30. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[artísticamente elaborado]], [[bien trabajado]] λέχος <i>Od</i>.23.189, νῆμα <i>Od</i>.4.134, Nonn.<i>D</i>.15.181, πῖλος Hes.<i>Op</i>.546, στάμων <i>AP</i> 6.160 (Antip.Sid.), εἵματα Theoc.24.140<br /><b class="num">•</b>[[muy elaborado]], [[refinado]] ἀσκητοῖσ' ὀδμὴν χρίμασι δευόμενοι Xenoph.B 3.6<br /><b class="num">•</b>[[hecho artificialmente]] op. [[συμφυής]]: προκομία τε αὐτῶν (πιθήκων) Ael.<i>NA</i> 16.10.<br /><b class="num">2</b> c. dat. [[adornado con]] de pers. γυνὰ ... ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι Theoc.1.33, de un eunuco τις ... ἀ. εὐσπείροισι κορύμβοις <i>AP</i> 6.219.3 (Antip.Sid.)<br /><b class="num">•</b>de cosas ἀσκητὸν χρυσῷ ... κέρας un cuerno incrustado de oro</i>, <i>AP</i> 6.332.4 (Adrian.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[muy experto]], [[ejercitado en]] c. dat. Ἀθηναίης παλάμῃσιν Simon.114.3D.<br /><b class="num">•</b>abs. [[entrenado]] ἀνὴρ ἀ. καὶ σοφός Plu.<i>Lyc</i>.30.<br /><b class="num">II</b> de abstr. [[que se puede obtener por la práctica]] [[ἀρετή]] Pl.<i>Men</i>.70a, cf. X.<i>Mem</i>.1.2.23, Arist.<i>EN</i> 1099<sup>b</sup>10. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0371.png Seite 371]] künstlich gearbeitet, Hom. [[νῆμα]] Od. 4, 134; [[λέχος]] 23, 189; ἀσκητὴ πέπλῳ, geschmückt, Theocr. 1, 33; durch | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0371.png Seite 371]] künstlich gearbeitet, Hom. [[νῆμα]] Od. 4, 134; [[λέχος]] 23, 189; ἀσκητὴ πέπλῳ, geschmückt, Theocr. 1, 33; durch Übung zu erlangen, οὐ διδακτόν, Plat. Mem. 70 a; Xen. Mem. 1, 2, 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[travaillé avec art]] ; paré, orné de, τινι;<br /><b>2</b> exercé (dans un art);<br /><b>3</b> qu'on peut acquérir par l'exercice.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσκέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσκητός:'''<br /><b class="num">1</b> [[искусно сделанный]] ([[λέχος]] Hom.; εἵματα Theocr.);<br /><b class="num">2</b> [[украшенный]], [[одетый]] (πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι Theocr.);<br /><b class="num">3</b> [[опытный]], [[сведущий]] (ἀνὴρ ἀ. καὶ [[σοφός]] Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[достигаемый упражнением]], [[усваиваемый практически]] (τὰ καλὰ καὶ τὰ ἀγαθά Xen.; οὐ [[διδακτός]], ἀλλ᾽ ἀ. Plat.; μαθητὸς ἢ ἀ. Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσκητός''': -ή, -όν, ὁ φιλοκάλως καὶ ἐπιμελῶς παρεσκευασμένος, κατεσκευασμένος, νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον Ὀδ. Δ. 134· ἐν λέχει ἀσκητῷ Ψ. 189· ἀσκητοῖς ὀδμήν χρίμασι δευόμενοι Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β 3, 6· εἵματα δ’ οὐκ ἀσκητὰ μέσας [[ὑπὲρ]] ἕννυτο κνήμας Θεόκρ. 24. 140: κεκοσμημένος, ἔντοσθεν δὲ γυνά τι… τέτυκται, ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι ὁ αὐτ. 1. 33. 2) ὅν δύναταί τις νὰ προκτήσηται διὰ τῆς ἀσκήσεως, οὐ διδακτόν, ἀλλ’ ἀσκ. περὶ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Μένων 70Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 23· μαθητὸν ἤ ἐθιστὸν ἤ ἄλλως πως ἀσκητὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., γεγυμνασμένος, ἐξησκημένος εἴς τι, τινὶ Σιμων. 215, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 30. | |lstext='''ἀσκητός''': -ή, -όν, ὁ φιλοκάλως καὶ ἐπιμελῶς παρεσκευασμένος, κατεσκευασμένος, νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον Ὀδ. Δ. 134· ἐν λέχει ἀσκητῷ Ψ. 189· ἀσκητοῖς ὀδμήν χρίμασι δευόμενοι Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β 3, 6· εἵματα δ’ οὐκ ἀσκητὰ μέσας [[ὑπὲρ]] ἕννυτο κνήμας Θεόκρ. 24. 140: κεκοσμημένος, ἔντοσθεν δὲ γυνά τι… τέτυκται, ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι ὁ αὐτ. 1. 33. 2) ὅν δύναταί τις νὰ προκτήσηται διὰ τῆς ἀσκήσεως, οὐ διδακτόν, ἀλλ’ ἀσκ. περὶ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Μένων 70Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 23· μαθητὸν ἤ ἐθιστὸν ἤ ἄλλως πως ἀσκητὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., γεγυμνασμένος, ἐξησκημένος εἴς τι, τινὶ Σιμων. 215, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 30. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[ἀσκέω]]): [[finely]] or [[curiously]] [[wrought]], Od. 23.189 | |auten=([[ἀσκέω]]): [[finely]] or [[curiously]] [[wrought]], Od. 23.189 ; [[νῆμα]], ‘[[fine]]-spun,’ Od. 4.134. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσκητός:''' -ή, -όν ([[ἀσκέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κατεργασμένος, [[ψιλοδουλεμένος]], σε Ομήρ. Οδ.· ο διακοσμημένος, <i>πέπλῳ</i>, με [[ένδυμα]], πέπλο, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με [[άσκηση]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, εκπαιδευμένος, εξασκημένος σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀσκητός:''' -ή, -όν ([[ἀσκέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> κατεργασμένος, [[ψιλοδουλεμένος]], σε Ομήρ. Οδ.· ο διακοσμημένος, <i>πέπλῳ</i>, με [[ένδυμα]], πέπλο, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με [[άσκηση]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, εκπαιδευμένος, εξασκημένος σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀσκέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[curiously]] [[wrought]], Od.: [[adorned]], πέπλωι with a [[robe]], Theocr.<br /><b class="num">2.</b> to be [[acquired]] by [[practice]], Plat., Xen.<br /><b class="num">II.</b> of persons, [[practised]] in a [[thing]], c. dat., Plut. | |mdlsjtxt=[[ἀσκέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[curiously]] [[wrought]], Od.: [[adorned]], πέπλωι with a [[robe]], Theocr.<br /><b class="num">2.</b> to be [[acquired]] by [[practice]], Plat., Xen.<br /><b class="num">II.</b> of persons, [[practised]] in a [[thing]], c. dat., Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 05:39, 26 September 2023
English (LSJ)
ἀσκητή, ἀσκητόν,
A curiously wrought, νῆμα Od.4.134; λέχος 23.189; χρίματα Xenoph.3.6; εἵματα Theoc.24.140; adorned, decked, πέπλῳ with... Id.1.33, cf. AP6.219.3 (Antip.). Adv. ἀσκητῶς prob.l. in Simon.157.
2 to be got by practice or to be reached by practice, οὐ διδακτὸν ἀλλ' ἀσκητόν, of virtue, Pl.Men. 70a, cf. X.Mem.1.2.23; μαθητὸν ἢ ἐθιστὸν ἢ καὶ ἄλλως πως ἀσκητόν Arist.EN 1099b10.
II of persons, exercised, practised in a thing, Ἀθηναίης παλάμῃσιν Simon. l. c. (codd. D.L.); ἀνὴρ ἀσκητὸς καὶ σοφός Plu.Lyc. 30.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1artísticamente elaborado, bien trabajado λέχος Od.23.189, νῆμα Od.4.134, Nonn.D.15.181, πῖλος Hes.Op.546, στάμων AP 6.160 (Antip.Sid.), εἵματα Theoc.24.140
•muy elaborado, refinado ἀσκητοῖσ' ὀδμὴν χρίμασι δευόμενοι Xenoph.B 3.6
•hecho artificialmente op. συμφυής: προκομία τε αὐτῶν (πιθήκων) Ael.NA 16.10.
2 c. dat. adornado con de pers. γυνὰ ... ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι Theoc.1.33, de un eunuco τις ... ἀ. εὐσπείροισι κορύμβοις AP 6.219.3 (Antip.Sid.)
•de cosas ἀσκητὸν χρυσῷ ... κέρας un cuerno incrustado de oro, AP 6.332.4 (Adrian.)
•fig. muy experto, ejercitado en c. dat. Ἀθηναίης παλάμῃσιν Simon.114.3D.
•abs. entrenado ἀνὴρ ἀ. καὶ σοφός Plu.Lyc.30.
II de abstr. que se puede obtener por la práctica ἀρετή Pl.Men.70a, cf. X.Mem.1.2.23, Arist.EN 1099b10.
German (Pape)
[Seite 371] künstlich gearbeitet, Hom. νῆμα Od. 4, 134; λέχος 23, 189; ἀσκητὴ πέπλῳ, geschmückt, Theocr. 1, 33; durch Übung zu erlangen, οὐ διδακτόν, Plat. Mem. 70 a; Xen. Mem. 1, 2, 23.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 travaillé avec art ; paré, orné de, τινι;
2 exercé (dans un art);
3 qu'on peut acquérir par l'exercice.
Étymologie: ἀσκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκητός:
1 искусно сделанный (λέχος Hom.; εἵματα Theocr.);
2 украшенный, одетый (πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι Theocr.);
3 опытный, сведущий (ἀνὴρ ἀ. καὶ σοφός Plut.);
4 достигаемый упражнением, усваиваемый практически (τὰ καλὰ καὶ τὰ ἀγαθά Xen.; οὐ διδακτός, ἀλλ᾽ ἀ. Plat.; μαθητὸς ἢ ἀ. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκητός: -ή, -όν, ὁ φιλοκάλως καὶ ἐπιμελῶς παρεσκευασμένος, κατεσκευασμένος, νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον Ὀδ. Δ. 134· ἐν λέχει ἀσκητῷ Ψ. 189· ἀσκητοῖς ὀδμήν χρίμασι δευόμενοι Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β 3, 6· εἵματα δ’ οὐκ ἀσκητὰ μέσας ὑπὲρ ἕννυτο κνήμας Θεόκρ. 24. 140: κεκοσμημένος, ἔντοσθεν δὲ γυνά τι… τέτυκται, ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι ὁ αὐτ. 1. 33. 2) ὅν δύναταί τις νὰ προκτήσηται διὰ τῆς ἀσκήσεως, οὐ διδακτόν, ἀλλ’ ἀσκ. περὶ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Μένων 70Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 23· μαθητὸν ἤ ἐθιστὸν ἤ ἄλλως πως ἀσκητὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., γεγυμνασμένος, ἐξησκημένος εἴς τι, τινὶ Σιμων. 215, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 30.
English (Autenrieth)
(ἀσκέω): finely or curiously wrought, Od. 23.189 ; νῆμα, ‘fine-spun,’ Od. 4.134.
Greek Monolingual
ἀσκητός, -ή, -όν (Α) ασκώ
1. ο περίτεχνος, αυτός που έχει κατασκευαστεί με δεξιοτεχνία
2. ο στολισμένος
3. αυτός που επιτυγχάνεται με την εξάσκηση
4. ο γυμνασμένος, όποιος έχει εξασκηθεί σε κάτι.
Greek Monotonic
ἀσκητός: -ή, -όν (ἀσκέω),
I. 1. κατεργασμένος, ψιλοδουλεμένος, σε Ομήρ. Οδ.· ο διακοσμημένος, πέπλῳ, με ένδυμα, πέπλο, σε Θεόκρ.
2. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με άσκηση, σε Πλάτ., Ξεν.
II. λέγεται για πρόσωπα, εκπαιδευμένος, εξασκημένος σ' ένα πράγμα, με δοτ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀσκέω
I. curiously wrought, Od.: adorned, πέπλωι with a robe, Theocr.
2. to be acquired by practice, Plat., Xen.
II. of persons, practised in a thing, c. dat., Plut.