Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁσημέραι: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=osimerai
|Transliteration C=osimerai
|Beta Code=o(shme/rai
|Beta Code=o(shme/rai
|Definition=Adv. for <b class="b3">ὅσαι ἡμέραι</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[as many days as are]], i. e. <b class="b2">daily, day by day</b>, <span class="bibl">Th.7.27</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>1006</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>849d</span>, <span class="bibl">Alex.28</span>, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.61 W. ; <b class="b3">δι' ἡμέρας ὁ</b>. all day and [[every day]], <span class="bibl">Hermipp.4</span> ; <b class="b3">ὁ. ἕως ἄν . .</b> Lexap. <span class="bibl">D.24.23</span> : divisim, ὅσαι ἡμέραι <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Ath.</span>19</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>43.3</span>, <span class="bibl">Them. <span class="title">Or.</span>15.192d</span> (so in <span class="bibl">Od.14.93</span>, <b class="b3">ὅσσαι . . νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν</b>):—so ὅσα ἔτη, [[every year]], <span class="bibl">X.<span class="title">Ath.</span>3.4</span> ; ὁσέτη, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>624</span>; ὅσοι μῆνες, [[every month]], <span class="bibl">D.24.142</span> ; ὅσαι ὧραι, [[every hour]], Them.l. c., etc.</span>
|Definition=Adv. for <b class="b3">ὅσαι ἡμέραι</b>, [[as many days as are]], i.e. [[daily]], [[day by day]], Th.7.27, Ar.''Pl.''1006, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''849d, Alex.28, Phld.''Ir.''p.61 W.; <b class="b3">δι' ἡμέρας ὁ.</b> all day and [[every day]], Hermipp.4; <b class="b3">ὁ. ἕως ἄν..</b> Lexap. D.24.23: divisim, ὅσαι ἡμέραι Hyp.''Ath.''19, Arist.''Ath.''43.3, Them. ''Or.''15.192d (so in Od.14.93, <b class="b3">ὅσσαι.. νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν</b>):—so ὅσα ἔτη, [[every year]], X.''Ath.''3.4; ὁσέτη, Ar.''Th.''624; ὅσοι μῆνες, [[every month]], D.24.142; ὅσαι ὧραι, [[every hour]], Them.l. c., etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0394.png Seite 394]] = ὅσαι ἡμέραι, soviel Tage wie sind, täglich, Tag für Tag (quotidie, = quotquot dies); Ar. Plut. 1007; Plat. Legg. VIII, 849 d; Ath. VIII, 331 c XV, 696 b; mit folgendem [[ἕως]] ἄν, Dem. 24, 33, im Gesetz; Luc. Nigr. 20 Hermot. 59.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0394.png Seite 394]] = ὅσαι ἡμέραι, soviel Tage wie sind, täglich, Tag für Tag (quotidie, = quotquot dies); Ar. Plut. 1007; Plat. Legg. VIII, 849 d; Ath. VIII, 331 c XV, 696 b; mit folgendem [[ἕως]] ἄν, Dem. 24, 33, im Gesetz; Luc. Nigr. 20 Hermot. 59.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[chaque jour]].<br />'''Étymologie:''' [[ὅσος]], [[ἡμέρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁσημέραι:''' adv. (= ὅσαι ἡμέραι) что ни день, ежедневно Arph., Plat., Dem., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁσημέραι''': Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ὅσαι ἡμέραι, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Λατ. quotidie, καὶ μὴν πρὸ τοῦ γ’ [[ὁσημέραι]] ... ἐπὶ τὴν θύραν ἐβάδιζεν ἀεὶ τὴν ἐμὴν Ἀριστοφ. Πλ. 1006, Θουκ. 7. 27, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36· οὐ παύσεται δι’ ἡμέρας [[ὁσημέραι]] τροχάζων, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας καθ’ ἑκάστην, Ἕρμιππος ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1. 6· ὁσ. ἕως ἄν …, παρὰ Δημ. 707. 13· [[διῃρημένως]], ὅσαι ἡμέραι Θεμίστ. 192D, ([[οὕτως]] ἐν Ὀδ. Ξ. 93, ὅσσαι. νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διὸς εἰσιν) [[οὕτως]], ὅσα ἔτη ἢ ὁσέτη, Λατ. quotannis, Ἀριστοφ. Θεσμ. 624, Ξεν. Ἀθ. 3, 4· ὅσοι μῆνες, κατὰ μῆνα, ἕκαστον μῆνα, Δημ. 744. 25· ὅσαι ὧραι, πᾶσαν ὥραν, Θεμίστ. 192D, κτλ., [[ὅπερ]] φέρεται [[ὁσῶραι]] ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 339. 62· ἀλλὰ ὅσαι ὧραι [[αὐτόθι]] 92. 23· πρβλ. Γρηγόρ. Κορίνθου 64. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 114, 512.
|lstext='''ὁσημέραι''': Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ὅσαι ἡμέραι, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Λατ. quotidie, καὶ μὴν πρὸ τοῦ γ’ [[ὁσημέραι]] ... ἐπὶ τὴν θύραν ἐβάδιζεν ἀεὶ τὴν ἐμὴν Ἀριστοφ. Πλ. 1006, Θουκ. 7. 27, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36· οὐ παύσεται δι’ ἡμέρας [[ὁσημέραι]] τροχάζων, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας καθ’ ἑκάστην, Ἕρμιππος ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1. 6· ὁσ. ἕως ἄν …, παρὰ Δημ. 707. 13· [[διῃρημένως]], ὅσαι ἡμέραι Θεμίστ. 192D, ([[οὕτως]] ἐν Ὀδ. Ξ. 93, ὅσσαι. νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διὸς εἰσιν) [[οὕτως]], ὅσα ἔτη ἢ ὁσέτη, Λατ. quotannis, Ἀριστοφ. Θεσμ. 624, Ξεν. Ἀθ. 3, 4· ὅσοι μῆνες, κατὰ μῆνα, ἕκαστον μῆνα, Δημ. 744. 25· ὅσαι ὧραι, πᾶσαν ὥραν, Θεμίστ. 192D, κτλ., [[ὅπερ]] φέρεται [[ὁσῶραι]] ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 339. 62· ἀλλὰ ὅσαι ὧραι [[αὐτόθι]] 92. 23· πρβλ. Γρηγόρ. Κορίνθου 64. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 114, 512.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />chaque jour.<br />'''Étymologie:''' [[ὅσος]], [[ἡμέρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁσημέραι:''' επίρρ., αντί <i>ὅσαι ἡμέραι</i>, τόσες μέρες όσες είναι, δηλ. ημερησίως, [[μέρα]] με τη [[μέρα]], Λατ. [[quotidie]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὁσημέραι:''' επίρρ., αντί <i>ὅσαι ἡμέραι</i>, τόσες μέρες όσες είναι, δηλ. ημερησίως, [[μέρα]] με τη [[μέρα]], Λατ. [[quotidie]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁσημέραι:''' adv. (= ὅσαι ἡμέραι) что ни день, ежедневно Arph., Plat., Dem., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb for ὅσαι ἡμέραι]<br />as [[many]] days as are, i. e. [[daily]], day by day, Lat. [[quotidie]], Ar., Thuc., etc.
|mdlsjtxt=[adverb for ὅσαι ἡμέραι]<br />as [[many]] days as are, i. e. [[daily]], day by day, Lat. [[quotidie]], Ar., Thuc., etc.
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁσημέραι Medium diacritics: ὁσημέραι Low diacritics: οσημέραι Capitals: ΟΣΗΜΕΡΑΙ
Transliteration A: hosēmérai Transliteration B: hosēmerai Transliteration C: osimerai Beta Code: o(shme/rai

English (LSJ)

Adv. for ὅσαι ἡμέραι, as many days as are, i.e. daily, day by day, Th.7.27, Ar.Pl.1006, Pl.Lg.849d, Alex.28, Phld.Ir.p.61 W.; δι' ἡμέρας ὁ. all day and every day, Hermipp.4; ὁ. ἕως ἄν.. Lexap. D.24.23: divisim, ὅσαι ἡμέραι Hyp.Ath.19, Arist.Ath.43.3, Them. Or.15.192d (so in Od.14.93, ὅσσαι.. νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν):—so ὅσα ἔτη, every year, X.Ath.3.4; ὁσέτη, Ar.Th.624; ὅσοι μῆνες, every month, D.24.142; ὅσαι ὧραι, every hour, Them.l. c., etc.

German (Pape)

[Seite 394] = ὅσαι ἡμέραι, soviel Tage wie sind, täglich, Tag für Tag (quotidie, = quotquot dies); Ar. Plut. 1007; Plat. Legg. VIII, 849 d; Ath. VIII, 331 c XV, 696 b; mit folgendem ἕως ἄν, Dem. 24, 33, im Gesetz; Luc. Nigr. 20 Hermot. 59.

French (Bailly abrégé)

adv.
chaque jour.
Étymologie: ὅσος, ἡμέρα.

Russian (Dvoretsky)

ὁσημέραι: adv. (= ὅσαι ἡμέραι) что ни день, ежедневно Arph., Plat., Dem., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὁσημέραι: Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ὅσαι ἡμέραι, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Λατ. quotidie, καὶ μὴν πρὸ τοῦ γ’ ὁσημέραι ... ἐπὶ τὴν θύραν ἐβάδιζεν ἀεὶ τὴν ἐμὴν Ἀριστοφ. Πλ. 1006, Θουκ. 7. 27, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36· οὐ παύσεται δι’ ἡμέρας ὁσημέραι τροχάζων, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας καθ’ ἑκάστην, Ἕρμιππος ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1. 6· ὁσ. ἕως ἄν …, παρὰ Δημ. 707. 13· διῃρημένως, ὅσαι ἡμέραι Θεμίστ. 192D, (οὕτως ἐν Ὀδ. Ξ. 93, ὅσσαι. νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διὸς εἰσιν) οὕτως, ὅσα ἔτη ἢ ὁσέτη, Λατ. quotannis, Ἀριστοφ. Θεσμ. 624, Ξεν. Ἀθ. 3, 4· ὅσοι μῆνες, κατὰ μῆνα, ἕκαστον μῆνα, Δημ. 744. 25· ὅσαι ὧραι, πᾶσαν ὥραν, Θεμίστ. 192D, κτλ., ὅπερ φέρεται ὁσῶραι ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 339. 62· ἀλλὰ ὅσαι ὧραι αὐτόθι 92. 23· πρβλ. Γρηγόρ. Κορίνθου 64. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 114, 512.

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁσημέραι)
επίρρ. από μέρα σε μέρα, καθώς περνούν οι μέρες, με τον καιρό
αρχ.
1. κάθε μέρα, καθημερινά («ὁσημέραι ἐξελαυνόντων τῶν ἱππέων», Θουκ.)
2. φρ. «δι' ἡμέρας ὁσημέραι» — όλη τη διάρκεια της ημέρας και κάθε μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὅσαι ἡμέραι].

Greek Monotonic

ὁσημέραι: επίρρ., αντί ὅσαι ἡμέραι, τόσες μέρες όσες είναι, δηλ. ημερησίως, μέρα με τη μέρα, Λατ. quotidie, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

[adverb for ὅσαι ἡμέραι]
as many days as are, i. e. daily, day by day, Lat. quotidie, Ar., Thuc., etc.