συνισχναίνω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synischnaino
|Transliteration C=synischnaino
|Beta Code=sunisxnai/nw
|Beta Code=sunisxnai/nw
|Definition=in Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[shrivel up]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.Sacr.</span>5</span>, al.; to [[be contracted]] or [[made slim]], Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.6.10.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., [[join with in reducing]], ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνᾰνεῖ <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>694</span> (v. [[ἰσχναίνω]]).</span>
|Definition=in Pass.,<br><span class="bld">A</span> [[shrivel up]], Hp.''Morb.Sacr.''5, al.; to [[be contracted]] or [[be made slim]], Antyll. ap. Orib.6.10.6.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[join with in reducing]], ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνᾰνεῖ E.''IA''694 (v. [[ἰσχναίνω]]).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συνισχναίνω''': [[ὁμοῦ]] [[ἰσχναίνω]], ἰσχνὸν ποιῶ. ― Παθητ., ἰσχναίνομαι, συστέλλομαι, ξηραίνομαι, Ἱππ. 306. 19· ― μεταφορ., ἀπὸ κοινοῦ ὀλιγοστεύω, σμικρύνω, συντελῶ εἰς περιστολήν, ὁ [[νόμος]] αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνανεῖ Εὐρ. Ι. Α. 694 (ἴδε ἐν λέξ. [[ἰσχναίνω]]).
|btext=[[amoindrir]], [[diminuer]], [[alléger]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἰσχναίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνισχναίνω, Att. ook [[ξυνισχναίνω]] &#91;[[σύν]], [[ἰσχναίνω]]] [[droog maken]], alleen med.-pass. [[droog worden]], [[verschrompelen]]:; ἤν... φλέψ τις συνισχνανθῇ als een ader uitgedroogd is Hp. Morb. Sacr. 5.2; overdr.: ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῖ de juiste behandeling zal dit met hulp van de tijd doen verschrompelen Eur. IA 694.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit, [[zugleich]] od. ganz [[trocken]], [[dürre machen]], [[mager machen]]</i>, übertragen, <i>[[vermindern]]</i>, Hippocr.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=amoindrir, diminuer, alléger.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἰσχναίνω]].
|elrutext='''συνισχναίνω:''' досл. [[высушивать]], перен. [[ослаблять]], [[изглаживать из памяти]] (τι τῷ χρόνῳ Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] [[συντελώ]] στην [[περιστολή]], [[λιγοστεύω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον («ἀλλ' ὁ [[νόμος]] αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνισχναίνομαι</i><br />α) συστέλλομαι, ξηραίνομαι («αἱ φλέβες κακοῡνται καὶ [[μέρος]] τι συνισχναίνονται», Ιπποκρ.)<br />β) [[γίνομαι]] [[ισχνός]], [[αδυνατίζω]] [[επίσης]] («[[ἀναλόγως]] τὸ λοιπὸν [[σῶμα]] συνισχναίνεσθαι τοῑς προειρημένοις μέρεσι», Αντυλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἰσχναίνω]] «[[κάνω]] κάποιον ισχνό»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] [[συντελώ]] στην [[περιστολή]], [[λιγοστεύω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον («ἀλλ' ὁ [[νόμος]] αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῖ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνισχναίνομαι</i><br />α) συστέλλομαι, ξηραίνομαι («αἱ φλέβες κακοῦνται καὶ [[μέρος]] τι συνισχναίνονται», Ιπποκρ.)<br />β) [[γίνομαι]] [[ισχνός]], [[αδυνατίζω]] [[επίσης]] («[[ἀναλόγως]] τὸ λοιπὸν [[σῶμα]] συνισχναίνεσθαι τοῖς προειρημένοις μέρεσι», Αντυλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἰσχναίνω]] «[[κάνω]] κάποιον ισχνό»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνισχναίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[λιγοστεύω]], [[αδυνατίζω]], αφυδατώνω από κοινού· μεταφ. από κοινού, [[περιστέλλω]], [[λιγοστεύω]], [[ελαττώνω]], [[σμικρύνω]] [[κάτι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''συνισχναίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[λιγοστεύω]], [[αδυνατίζω]], αφυδατώνω από κοινού· μεταφ. από κοινού, [[περιστέλλω]], [[λιγοστεύω]], [[ελαττώνω]], [[σμικρύνω]] [[κάτι]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνισχναίνω:''' досл. высушивать, перен. ослаблять, изглаживать из памяти (τι τῷ χρόνῳ Eur.).
|lstext='''συνισχναίνω''': [[ὁμοῦ]] [[ἰσχναίνω]], ἰσχνὸν ποιῶ. ― Παθητ., ἰσχναίνομαι, συστέλλομαι, ξηραίνομαι, Ἱππ. 306. 19· ― μεταφορ., ἀπὸ κοινοῦ ὀλιγοστεύω, σμικρύνω, συντελῶ εἰς περιστολήν, [[νόμος]] αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνανεῖ Εὐρ. Ι. Α. 694 (ἴδε ἐν λέξ. [[ἰσχναίνω]]).
}}
{{elnl
|elnltext=συνισχναίνω, Att. ook ξυνισχναίνω [σύν, ἰσχναίνω] droog maken, alleen med.-pass. droog worden, verschrompelen:; ἤν... φλέψ τις συνισχνανθῇ als een ader uitgedroogd is Hp. Morb. Sacr. 5.2; overdr.: νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῖ de juiste behandeling zal dit met hulp van de tijd doen verschrompelen Eur. IA 694.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ᾰνῶ<br />to [[help]] to dry up:—metaph. to [[join]] with in reducing, Eur.
|mdlsjtxt=fut. ᾰνῶ<br />to [[help to dry up]]:—metaph. to [[join]] with in reducing, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 21 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνισχναίνω Medium diacritics: συνισχναίνω Low diacritics: συνισχναίνω Capitals: ΣΥΝΙΣΧΝΑΙΝΩ
Transliteration A: synischnaínō Transliteration B: synischnainō Transliteration C: synischnaino Beta Code: sunisxnai/nw

English (LSJ)

in Pass.,
A shrivel up, Hp.Morb.Sacr.5, al.; to be contracted or be made slim, Antyll. ap. Orib.6.10.6.
2 metaph., join with in reducing, ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνᾰνεῖ E.IA694 (v. ἰσχναίνω).

French (Bailly abrégé)

amoindrir, diminuer, alléger.
Étymologie: σύν, ἰσχναίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνισχναίνω, Att. ook ξυνισχναίνω [σύν, ἰσχναίνω] droog maken, alleen med.-pass. droog worden, verschrompelen:; ἤν... φλέψ τις συνισχνανθῇ als een ader uitgedroogd is Hp. Morb. Sacr. 5.2; overdr.: ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῖ de juiste behandeling zal dit met hulp van de tijd doen verschrompelen Eur. IA 694.

German (Pape)

mit, zugleich od. ganz trocken, dürre machen, mager machen, übertragen, vermindern, Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

συνισχναίνω: досл. высушивать, перен. ослаблять, изглаживать из памяти (τι τῷ χρόνῳ Eur.).

Greek Monolingual

Α
1. μαζί με κάποιον άλλο συντελώ στην περιστολή, λιγοστεύω κάτι από κοινού με άλλον («ἀλλ' ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῖ», Ευρ.)
2. παθ. συνισχναίνομαι
α) συστέλλομαι, ξηραίνομαι («αἱ φλέβες κακοῦνται καὶ μέρος τι συνισχναίνονται», Ιπποκρ.)
β) γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω επίσηςἀναλόγως τὸ λοιπὸν σῶμα συνισχναίνεσθαι τοῖς προειρημένοις μέρεσι», Αντυλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἰσχναίνω «κάνω κάποιον ισχνό»].

Greek Monotonic

συνισχναίνω: μέλ. -ᾰνῶ, λιγοστεύω, αδυνατίζω, αφυδατώνω από κοινού· μεταφ. από κοινού, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω, σμικρύνω κάτι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνισχναίνω: ὁμοῦ ἰσχναίνω, ἰσχνὸν ποιῶ. ― Παθητ., ἰσχναίνομαι, συστέλλομαι, ξηραίνομαι, Ἱππ. 306. 19· ― μεταφορ., ἀπὸ κοινοῦ ὀλιγοστεύω, σμικρύνω, συντελῶ εἰς περιστολήν, ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνανεῖ Εὐρ. Ι. Α. 694 (ἴδε ἐν λέξ. ἰσχναίνω).

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to help to dry up:—metaph. to join with in reducing, Eur.