λίγδα: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ligda | |Transliteration C=ligda | ||
|Beta Code=li/gda | |Beta Code=li/gda | ||
|Definition= | |Definition=v. [[λίγδος]] ''III''. λιγδαρεοχύται· <b class="b3">οἱ ἐν ταῖς λίγδαις τὰς άρκας χέοντες, τουτέστι χοάναις</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] λιγδεύει· [[ἀπηθεῖ]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
v. λίγδος III. λιγδαρεοχύται· οἱ ἐν ταῖς λίγδαις τὰς άρκας χέοντες, τουτέστι χοάναις, Hsch. λιγδεύει· ἀπηθεῖ, Id.
German (Pape)
[Seite 43] ἡ, = λίγδος, vgl. ἴγδη, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
λίγδα: «ἡ ἀκόνη. καὶ ἡ ἀκονία» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
η (Μ λιγδα)
το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα
νεοελλ.
1. λεκές από λίπος ή λάδι
2. μτφ. άνθρωπος του οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους
3. κοινή ονομασία του ψαριού σαργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ' άλλη άποψη, < γλίδα, με αντιμετάθεση < γλίνη «πηλός»].
(II)
λίγδα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λίγδην.