ζωηρός: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zoiros
|Transliteration C=zoiros
|Beta Code=zwhro/s
|Beta Code=zwhro/s
|Definition=ά, όν, (ζωή) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[living]] and [[giving life]], Suid.</span>
|Definition=ά, όν, ([[ζωή]]) [[living]] and [[giving life]], Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ζωηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σφρίγος]], [[ζωτικότητα]], [[ζωντανός]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, [[απειθάρχητος]], [[άτακτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, [[ερωτιάρης]], [[ερωτύλος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[έντονος]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[ενθουσιώδης]] («ζωηρή [[συζήτηση]]»)<br />(μσν.- αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζωηρόν</i><br />η βιοτική [[αρχή]], ο [[κανόνας]] του βίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωηρά</i> και <i>ζωηρώς</i><br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο εκφραστικό<br /><b>3.</b> γοργά, ευκίνητα<br /><b>4.</b> σφριγηλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιχμ</i>-<i>ηρός</i>, <i>σιωπ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ζωηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σφρίγος]], [[ζωτικότητα]], [[ζωντανός]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, [[απειθάρχητος]], [[άτακτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, [[ερωτιάρης]], [[ερωτύλος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[έντονος]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[ενθουσιώδης]] («ζωηρή [[συζήτηση]]»)<br />(μσν.- αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζωηρόν</i><br />η βιοτική [[αρχή]], ο [[κανόνας]] του βίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωηρά</i> και <i>ζωηρώς</i><br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο εκφραστικό<br /><b>3.</b> γοργά, ευκίνητα<br /><b>4.</b> σφριγηλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[αιχμηρός]], [[σιωπηρός]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωηρός Medium diacritics: ζωηρός Low diacritics: ζωηρός Capitals: ΖΩΗΡΟΣ
Transliteration A: zōērós Transliteration B: zōēros Transliteration C: zoiros Beta Code: zwhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ζωή) living and giving life, Suid.

German (Pape)

[Seite 1142] lebendig, belebend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ζωηρός: -ά, -όν, (ζωὴ) ζῶν καὶ παρέχων ζωήν, Σουΐδ., Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ζωηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος
3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος
4. μτφ. έντονος, σφοδρός, ορμητικός, ενθουσιώδης («ζωηρή συζήτηση»)
(μσν.- αρχ.)
1. αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή
2. το ουδ. ως ουσ. το ζωηρόν
η βιοτική αρχή, ο κανόνας του βίου.
επίρρ...
ζωηρά και ζωηρώς
1. κατά τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό
2. κατά τρόπο εκφραστικό
3. γοργά, ευκίνητα
4. σφριγηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός, σιωπηρός)].