οἰκούριος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikoyrios
|Transliteration C=oikoyrios
|Beta Code=oi)kou/rios
|Beta Code=oi)kou/rios
|Definition=α, ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for housekeeping]] : hence [[οἰκούρια]] (sc. [[δῶρα]]), τά, <b class="b2">wages, reward for keeping the house</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>542</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[keeping within doors]] : [[οἰκούρια]] [[toys to keep children within doors]], to amuse them in their mother's absence, Hsch., <span class="bibl">Eust.1423.3</span> ; <b class="b3">ἑταῖραι οἰκόριαι</b> (Dor. for [[οἰκούριαι]]) <b class="b2">female house-</b>mates, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>9.19</span>.</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> of or for [[housekeeping]]: hence [[οἰκούρια]] (''[[sc.]]'' [[δῶρα]]), τά, [[wages]], [[reward for keeping the house]], S.''Tr.''542.<br><span class="bld">II</span> [[keeping within doors]]: [[οἰκούρια]] [[toys to keep children within doors]], to amuse them in their mother's absence, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Eust.1423.3; <b class="b3">ἑταῖραι οἰκόριαι</b> (Dor. for [[οἰκούριαι]]) [[female housemates]], Pi.''P.''9.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0303.png Seite 303]] zum Hauswächter gehörig; οἰκούρια, Soph. Trach. 539, Lohn für die Hausbewachung. Nach VLL. auch Spielsachen, welche die Mütter, wenn sie das Haus verlassen, den Kindern geben, damit sie ruhig bleiben. Vgl. auch das dor. [[οἰκόριος]] oben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0303.png Seite 303]] zum Hauswächter gehörig; οἰκούρια, Soph. Trach. 539, Lohn für die Hausbewachung. Nach VLL. auch Spielsachen, welche die Mütter, wenn sie das Haus verlassen, den Kindern geben, damit sie ruhig bleiben. Vgl. auch das dor. [[οἰκόριος]] oben.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne la garde d'une maison ; τὰ οἰκούρια (δῶρα) SOPH le salaire pour la garde d'une maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκουρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκούριος:''' дор. [[οἰκόριος]] 2 досл. связанный с охраной дома (см. [[οἰκούρια]]); перен. домашний (ἑταῖραι Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκούριος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν τοῦ οἴκου ἐπιμέλειαν· [[ἐντεῦθεν]] οἰκούρια (ἐξυπ. δῶρα), τά, [[μισθός]], ἀμοιβὴ διὰ τὴν τοῦ οἴκου ἐπιμέλειαν, τοιάδ’ [[Ἡρακλῆς]]... οἰκούρι’ ἀντέπεμψε τοῦ μακροῦ χρόνου, «εὐχαριστήρια τῆς πολυχρονίου ἡμῶν οἰκουρίας» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 542. ΙΙ. οἰκούρια, παιγνίδια δι’ ὧν τὰ [[παιδία]] παρακινοῦνται να μένωσιν ἐντὸς τοῦ οἴκου καὶ διασκεδάζωσι κατὰ τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρὸς των, Εὐστ. 1423. 3· «τὰ ὑπὸ τῶν μητέρων προσφερόμενα τοῖς νηπίοις παίγνια» Ἡσύχ.· ἑταῖραι οἰκόριαι (Δωρ. ἀντὶ τοῦ οἰκούριαι), θήλειαι σύντροφοι, φίλαι ἢ θεράπαιναι, Πινδ. Π. 9. 35.
|lstext='''οἰκούριος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν τοῦ οἴκου ἐπιμέλειαν· [[ἐντεῦθεν]] οἰκούρια (ἐξυπ. δῶρα), τά, [[μισθός]], ἀμοιβὴ διὰ τὴν τοῦ οἴκου ἐπιμέλειαν, τοιάδ’ [[Ἡρακλῆς]]... οἰκούρι’ ἀντέπεμψε τοῦ μακροῦ χρόνου, «εὐχαριστήρια τῆς πολυχρονίου ἡμῶν οἰκουρίας» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 542. ΙΙ. οἰκούρια, παιγνίδια δι’ ὧν τὰ [[παιδία]] παρακινοῦνται να μένωσιν ἐντὸς τοῦ οἴκου καὶ διασκεδάζωσι κατὰ τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρὸς των, Εὐστ. 1423. 3· «τὰ ὑπὸ τῶν μητέρων προσφερόμενα τοῖς νηπίοις παίγνια» Ἡσύχ.· ἑταῖραι οἰκόριαι (Δωρ. ἀντὶ τοῦ οἰκούριαι), θήλειαι σύντροφοι, φίλαι ἢ θεράπαιναι, Πινδ. Π. 9. 35.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne la garde d’une maison ; τὰ οἰκούρια (δῶρα) SOPH le salaire pour la garde d’une maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκουρός]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[οἰκούριος]] ? <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> ?looking [[after]] the [[house]] ἐφίλησεν [[οὔτε]] δείπνων οἰκουριᾶν μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας (-ιῶν, -ιᾶν codd. contra metr.: οἰκοριᾶν Mosch.: οἰκοαρᾶν Wil.: v. Leumann, Hom. Wörter, 223&#774;{20}) (P. 9.19)
|sltr=[[οἰκούριος]] ? ?looking [[after]] the [[house]] ἐφίλησεν [[οὔτε]] δείπνων οἰκουριᾶν μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας (-ιῶν, -ιᾶν codd. contra metr.: οἰκοριᾶν Mosch.: οἰκοαρᾶν Wil.: v. Leumann, Hom. Wörter, 223&#774;{20}) (P. 9.19)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκούριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, δωρ. τ. [[οἰκόριος]], -ία, -ον (Α) [[οικουρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιμέλεια]] του σπιτιού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ οἰκούρια</i><br />α) [[αμοιβή]] για την [[επιμέλεια]] του σπιτιού («τοιάδ' Ἡρακλής... οἰκούρι' ἀντέπεμψε τοῦ μακροῡ χρόνου», <b>Σοφ.</b>)<br />β.) παιχνίδια με τα οποία οι μητέρες παρακινούσαν τα νήπια να μένουν στο [[σπίτι]] και να διασκεδάζουν όταν αυτές απουσίαζαν<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑταῑραι οἰκόριαι» — γυναίκες σύντροφοι.
|mltxt=[[οἰκούριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, δωρ. τ. [[οἰκόριος]], -ία, -ον (Α) [[οικουρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιμέλεια]] του σπιτιού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ οἰκούρια</i><br />α) [[αμοιβή]] για την [[επιμέλεια]] του σπιτιού («τοιάδ' Ἡρακλής... οἰκούρι' ἀντέπεμψε τοῦ μακροῦ χρόνου», <b>Σοφ.</b>)<br />β.) παιχνίδια με τα οποία οι μητέρες παρακινούσαν τα νήπια να μένουν στο [[σπίτι]] και να διασκεδάζουν όταν αυτές απουσίαζαν<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑταῖραι οἰκόριαι» — γυναίκες σύντροφοι.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκούριος:''' -ον και -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στην ή προορίζεται για τη [[φροντίδα]] του σπιτιού· απ' όπου, <i>οἰκούρια</i> (ενν. <i>δῶρα</i>), <i>τά</i>, [[μισθός]], [[αμοιβή]] για την [[επίβλεψη]] του σπιτιού, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> περιορισμένος μέσα στο [[σπίτι]], <i>ἑταῖραι οἰκόριαι</i> (Δωρ. αντί <i>οἰκούριαι</i>), ερωμένες ή δούλες που παρέμεναν μέσα στο [[σπίτι]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''οἰκούριος:''' -ον και -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στην ή προορίζεται για τη [[φροντίδα]] του σπιτιού· απ' όπου, <i>οἰκούρια</i> (ενν. <i>δῶρα</i>), <i>τά</i>, [[μισθός]], [[αμοιβή]] για την [[επίβλεψη]] του σπιτιού, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> περιορισμένος μέσα στο [[σπίτι]], <i>ἑταῖραι οἰκόριαι</i> (Δωρ. αντί <i>οἰκούριαι</i>), ερωμένες ή δούλες που παρέμεναν μέσα στο [[σπίτι]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκούριος:''' дор. [[οἰκόριος]] 2 досл. связанный с охраной дома (см. [[οἰκούρια]]); перен. домашний (ἑταῖραι Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκούριος]], ον,<br /><b class="num">I.</b> of or for housekeeping: [[hence]] οἰκούρια (sc. δῶρἀ, τά, wages, [[reward]] for [[keeping]] the [[house]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[keeping]] [[within]] doors, ἑταῖραι οἰκόριαι (doric for οἰκούριαἰ [[female]] [[house]]- mates, Pind.
|mdlsjtxt=[[οἰκούριος]], ον,<br /><b class="num">I.</b> of or for housekeeping: [[hence]] οἰκούρια (''[[sc.]]'' δῶρἀ, τά, wages, [[reward]] for [[keeping]] the [[house]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[keeping]] [[within]] doors, ἑταῖραι οἰκόριαι (doric for οἰκούριαἰ [[female]] [[house]]- mates, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 14:46, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκούριος Medium diacritics: οἰκούριος Low diacritics: οικούριος Capitals: ΟΙΚΟΥΡΙΟΣ
Transliteration A: oikoúrios Transliteration B: oikourios Transliteration C: oikoyrios Beta Code: oi)kou/rios

English (LSJ)

α, ον,
A of or for housekeeping: hence οἰκούρια (sc. δῶρα), τά, wages, reward for keeping the house, S.Tr.542.
II keeping within doors: οἰκούρια toys to keep children within doors, to amuse them in their mother's absence, Hsch., Eust.1423.3; ἑταῖραι οἰκόριαι (Dor. for οἰκούριαι) female housemates, Pi.P.9.19.

German (Pape)

[Seite 303] zum Hauswächter gehörig; οἰκούρια, Soph. Trach. 539, Lohn für die Hausbewachung. Nach VLL. auch Spielsachen, welche die Mütter, wenn sie das Haus verlassen, den Kindern geben, damit sie ruhig bleiben. Vgl. auch das dor. οἰκόριος oben.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne la garde d'une maison ; τὰ οἰκούρια (δῶρα) SOPH le salaire pour la garde d'une maison.
Étymologie: οἰκουρός.

Russian (Dvoretsky)

οἰκούριος: дор. οἰκόριος 2 досл. связанный с охраной дома (см. οἰκούρια); перен. домашний (ἑταῖραι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκούριος: -ον, ὡσαύτως, -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν τοῦ οἴκου ἐπιμέλειαν· ἐντεῦθεν οἰκούρια (ἐξυπ. δῶρα), τά, μισθός, ἀμοιβὴ διὰ τὴν τοῦ οἴκου ἐπιμέλειαν, τοιάδ’ Ἡρακλῆς... οἰκούρι’ ἀντέπεμψε τοῦ μακροῦ χρόνου, «εὐχαριστήρια τῆς πολυχρονίου ἡμῶν οἰκουρίας» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 542. ΙΙ. οἰκούρια, παιγνίδια δι’ ὧν τὰ παιδία παρακινοῦνται να μένωσιν ἐντὸς τοῦ οἴκου καὶ διασκεδάζωσι κατὰ τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρὸς των, Εὐστ. 1423. 3· «τὰ ὑπὸ τῶν μητέρων προσφερόμενα τοῖς νηπίοις παίγνια» Ἡσύχ.· ἑταῖραι οἰκόριαι (Δωρ. ἀντὶ τοῦ οἰκούριαι), θήλειαι σύντροφοι, φίλαι ἢ θεράπαιναι, Πινδ. Π. 9. 35.

English (Slater)

οἰκούριος ? ?looking after the house ἐφίλησεν οὔτε δείπνων οἰκουριᾶν μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας (-ιῶν, -ιᾶν codd. contra metr.: οἰκοριᾶν Mosch.: οἰκοαρᾶν Wil.: v. Leumann, Hom. Wörter, 223̆{20}) (P. 9.19)

Greek Monolingual

οἰκούριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος, δωρ. τ. οἰκόριος, -ία, -ον (Α) οικουρός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιμέλεια του σπιτιού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰκούρια
α) αμοιβή για την επιμέλεια του σπιτιού («τοιάδ' Ἡρακλής... οἰκούρι' ἀντέπεμψε τοῦ μακροῦ χρόνου», Σοφ.)
β.) παιχνίδια με τα οποία οι μητέρες παρακινούσαν τα νήπια να μένουν στο σπίτι και να διασκεδάζουν όταν αυτές απουσίαζαν
3. φρ. «ἑταῖραι οἰκόριαι» — γυναίκες σύντροφοι.

Greek Monotonic

οἰκούριος: -ον και -α, -ον,
I. αυτός που ανήκει στην ή προορίζεται για τη φροντίδα του σπιτιού· απ' όπου, οἰκούρια (ενν. δῶρα), τά, μισθός, αμοιβή για την επίβλεψη του σπιτιού, σε Σοφ.
II. περιορισμένος μέσα στο σπίτι, ἑταῖραι οἰκόριαι (Δωρ. αντί οἰκούριαι), ερωμένες ή δούλες που παρέμεναν μέσα στο σπίτι, σε Πίνδ.

Middle Liddell

οἰκούριος, ον,
I. of or for housekeeping: hence οἰκούρια (sc. δῶρἀ, τά, wages, reward for keeping the house, Soph.
II. keeping within doors, ἑταῖραι οἰκόριαι (doric for οἰκούριαἰ female house- mates, Pind.