ποταμόχωστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=potamochostos
|Transliteration C=potamochostos
|Beta Code=potamo/xwstos
|Beta Code=potamo/xwstos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[deposited by a river]], <span class="bibl">Ephor.65</span> ([[e]]) J., <span class="bibl">Str.13.3.4</span>.</span>
|Definition=ποταμόχωστον, [[deposited by a river]], Ephor.65 ([[e]]) J., Str.13.3.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0688.png Seite 688]] vom Flusse darübergeschüttet, gehäuft, D. Sic. 1, 34. 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0688.png Seite 688]] vom Flusse darübergeschüttet, gehäuft, D. Sic. 1, 34. 39.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[amoncelé par les atterrissements d'un fleuve]].<br />'''Étymologie:''' [[ποταμός]], [[χώννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποτᾰμόχωστος:''' [[нанесенный рекой]], [[являющийся наносом]], [[аллювиальный]] ([[χώρα]] τῆς Αἰγύπτου Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτᾰμόχωστος''': -ον, γῆ σχηματισθεῖσα ἐξ ἰλύος καταβιβασθείσης ὑπὸ τῶν ὑδάτων ποταμοῦ, Στράβ. 621, Διόδ. 1. 34. ― Kαθ’ Ἡσύχ.: «[[ποταμόχωστος]]. γῆ τις· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος».
|lstext='''ποτᾰμόχωστος''': -ον, γῆ σχηματισθεῖσα ἐξ ἰλύος καταβιβασθείσης ὑπὸ τῶν ὑδάτων ποταμοῦ, Στράβ. 621, Διόδ. 1. 34. ― Kαθ’ Ἡσύχ.: «[[ποταμόχωστος]]. γῆ τις· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />amoncelé par les atterrissements d’un fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[ποταμός]], [[χώννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ποταμόχωστος]], -ον, ΝΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που σχηματίστηκε από προσχώσεις του ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[χωστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χώννυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αμμό</i>-<i>χωστος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ποταμόχωστος]], -ον, ΝΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που σχηματίστηκε από προσχώσεις του ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[χωστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χώννυμι]]), [[πρβλ]]. [[αμμόχωστος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποτᾰμόχωστος:''' -ον, αυτός που έχει εναποτεθεί και κατακαθίσει από τα νερά ποταμού, σε Στράβ.
|lsmtext='''ποτᾰμόχωστος:''' -ον, αυτός που έχει εναποτεθεί και κατακαθίσει από τα νερά ποταμού, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποτᾰμόχωστος:''' нанесенный рекой, являющийся наносом, аллювиальный ([[χώρα]] τῆς Αἰγύπτου Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποτᾰμό-χωστος, ον,<br />deposited by a [[river]], Strab.
|mdlsjtxt=ποτᾰμό-χωστος, ον,<br />deposited by a [[river]], Strab.
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμόχωστος Medium diacritics: ποταμόχωστος Low diacritics: ποταμόχωστος Capitals: ΠΟΤΑΜΟΧΩΣΤΟΣ
Transliteration A: potamóchōstos Transliteration B: potamochōstos Transliteration C: potamochostos Beta Code: potamo/xwstos

English (LSJ)

ποταμόχωστον, deposited by a river, Ephor.65 (e) J., Str.13.3.4.

German (Pape)

[Seite 688] vom Flusse darübergeschüttet, gehäuft, D. Sic. 1, 34. 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
amoncelé par les atterrissements d'un fleuve.
Étymologie: ποταμός, χώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμόχωστος: нанесенный рекой, являющийся наносом, аллювиальный (χώρα τῆς Αἰγύπτου Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμόχωστος: -ον, γῆ σχηματισθεῖσα ἐξ ἰλύος καταβιβασθείσης ὑπὸ τῶν ὑδάτων ποταμοῦ, Στράβ. 621, Διόδ. 1. 34. ― Kαθ’ Ἡσύχ.: «ποταμόχωστος. γῆ τις· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος».

Greek Monolingual

-η, -ο / ποταμόχωστος, -ον, ΝΑ
(για τόπο) αυτός που σχηματίστηκε από προσχώσεις του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + χωστός (< χώννυμι), πρβλ. αμμόχωστος].

Greek Monotonic

ποτᾰμόχωστος: -ον, αυτός που έχει εναποτεθεί και κατακαθίσει από τα νερά ποταμού, σε Στράβ.

Middle Liddell

ποτᾰμό-χωστος, ον,
deposited by a river, Strab.