χαλκομόλυβδος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkomolyvdos | |Transliteration C=chalkomolyvdos | ||
|Beta Code=xalkomo/lubdos | |Beta Code=xalkomo/lubdos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[alloy of copper and lead]], Maria ap. Olymp.Alch.p.93B. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] χαλκού και μολύβδου, [[συχνά]], [[σήμερα]], προσμεμιγμένο με κασσίτερο, [[νικέλιο]] και [[αντιμόνιο]], το οποίο χρησιμοποιείται ως αντιτριβικό [[κράμα]], αλλ. ρόδινο [[μέταλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κράμα]] χαλκού και μολύβδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μόλυβδος]]. Ως τεχνολ. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>cuproplomb</i>]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] χαλκού και μολύβδου, [[συχνά]], [[σήμερα]], προσμεμιγμένο με κασσίτερο, [[νικέλιο]] και [[αντιμόνιο]], το οποίο χρησιμοποιείται ως αντιτριβικό [[κράμα]], αλλ. ρόδινο [[μέταλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κράμα]] χαλκού και μολύβδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μόλυβδος]]. Ως τεχνολ. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>cuproplomb</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, alloy of copper and lead, Maria ap. Olymp.Alch.p.93B.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
(μεταλργ.) κράμα χαλκού και μολύβδου, συχνά, σήμερα, προσμεμιγμένο με κασσίτερο, νικέλιο και αντιμόνιο, το οποίο χρησιμοποιείται ως αντιτριβικό κράμα, αλλ. ρόδινο μέταλλο
αρχ.
κράμα χαλκού και μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + μόλυβδος. Ως τεχνολ. όρος της νεοελλ. η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cuproplomb].