ἀνατυπόω: Difference between revisions

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anatypoo
|Transliteration C=anatypoo
|Beta Code=a)natupo/w
|Beta Code=a)natupo/w
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[describe]], [[represent]], <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>1.19</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Her.</span>2.19</span> (Pass.):—Med., [[form an image of]] a thing, [[imagine]], Plu.2.329b, 331d; [[represent]] in writing, εἰς ἐπιστολάς <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>1.32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[remodel]], [[transform]], τὴν ἀνθρωπίνην περὶ τοῦ δαιμονίου δόξαν <span class="bibl">D.Chr. 12.26</span>, cf. <span class="bibl">Antim.81</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[describe]], [[represent]], Philostr.''VA''1.19, cf. ''Her.''2.19 (Pass.):—Med., [[form an image of]] a thing, [[imagine]], Plu.2.329b, 331d; [[represent]] in writing, εἰς ἐπιστολάς Philostr.''VA''1.32.<br><span class="bld">II</span> [[remodel]], [[transform]], τὴν ἀνθρωπίνην περὶ τοῦ δαιμονίου δόξαν D.Chr. 12.26, cf. Antim.81.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[reproducir]] una figura, [[LXX]] <i>Sap</i>.14.17, τὰς ἀρχετύπους φύσεις Ph.1.333, cf. Ath.Al.M.26.365C<br /><b class="num">•</b>[[describir]] εἰς ἐπιστολάς Philostr.<i>VA</i> 1.32, cf. 1.19<br /><b class="num"></b>en v. med. [[imaginarse]] ὥσπερ ὄναρ ἢ [[εἴδωλον]] Plu.2.329b, cf. 331d.<br /><b class="num">2</b> [[prefigurar]] en v. pas. ὁ λόγος ἀνετυπώθη Hippol.<i>Dan</i>.2.27.7.<br /><b class="num">II</b> [[transformar]], [[remodelar]] τὴν ἀνθρωπίνην περὶ τοῦ δαιμονίου δόξαν D.Chr.12.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] umgestalten, von neuem abdrücken, ein Siegel, Luc. Alex. 21. – Med., sich ein Bild von einer Sache machen, sich vorstellen, Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] umgestalten, von neuem abdrücken, ein Siegel, Luc. Alex. 21. – Med., sich ein Bild von einer Sache machen, sich vorstellen, Sp., wie Plut.
}}
{{bailly
|btext=[[ἀνατυπῶ]] :<br />figurer de nouveau;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀνατυπόομαι]], [[ἀνατυποῦμαι]] se figurer, se représenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], τυποώ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνατῠπόω:'''<br /><b class="num">1</b> [[вновь отпечатывать]], [[снова прикладывать]] (τὴν αὐτὴν σφραγῖδα Luc.);<br /><b class="num">2</b> med. [[представлять себе]], [[воображать]] (τὰς ἡρωϊκὰς πράξεις Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνατῠπόω''': ἀποτυπῶ ἐκ νέου, [[σφραγίζω]] [[πάλιν]], ἐπιθεὶς τὸν κηρὸν ἀνετύπου (ἄλλ. γρ. ἀπετύπου) ... τὴν αὐτὴν σφραγῖδα Λουκ. Ἀλέξ. Ψευδ. 21· ἀναπαριστῶ, φρικῶδες ἐδόκει τὸ [[μέγεθος]] καὶ οὐ ῥᾴδιον ἀνατυποῦσθαι Φιλόστρ. 694: ― Μέσ., [[σχεδιάζω]] τι ἐν τῇ διανοίᾳ μου, [[σχηματίζω]] τι κατὰ φαντασίαν, «τοῦτο Ζήνων μὲν ἔγραψεν [[ὥσπερ]] [[ὄναρ]] ἢ [[εἴδωλον]] εὐνομίας φιλοσόφου καὶ πολιτείας ἀνατυπωσάμενος» Πλούτ. 2. 329B, 331D. ― Ἡ [[ἑρμηνεία]] τῆς λέξεως ὑπὸ Θωμ. Μαγίστρου λέγοντος: «ἀνατυποῦταί τις [[ὅταν]] φαντάζηται ἃ ἑώρακεν, ἀναπλάττει δὲ ἃ [[οὐδέποτε]] εἶδεν» καταφαίνεται μὴ ἀκριβὴς ἐκ τοῦ προηγηθέντος παραδείγματος. ― Ἐκ τοῦ [[ἀνατυπόω]] ἐσχηματίσθησαν οὐσιαστ. ἀνατύπωμα, τό, εἰκὼν πράγματός τινος κατὰ διάνοιαν, [[παράστασις]], γίνεται ἀνατύπωμα ἵππου καὶ μὴ παρόντος Διογ. Λ. 7. 61· καὶ ἀνατύπωσις, εως, ἡ, [[μετάπλασις]], ἀναπαράστασις, «[[διανόησις]]» (Α. Β. 393. 11)· παιδαριώδους ἀνατυπώσεως Φωτ. Βιβλ. σ. 143. 35· καὶ ἐπίθ. ἀνατῠπωτικός, ή, όν, ὁ ἀνατυπῶν, ὁ εἰκονίζων, φαντασίαι ἀληθῶν ἀνατυπωτικαὶ Σιμπλ. εἰς Ἐπίκτ. σ. 73.
|lstext='''ἀνατῠπόω''': ἀποτυπῶ ἐκ νέου, [[σφραγίζω]] [[πάλιν]], ἐπιθεὶς τὸν κηρὸν ἀνετύπου (ἄλλ. γρ. ἀπετύπου) ... τὴν αὐτὴν σφραγῖδα Λουκ. Ἀλέξ. Ψευδ. 21· ἀναπαριστῶ, φρικῶδες ἐδόκει τὸ [[μέγεθος]] καὶ οὐ ῥᾴδιον ἀνατυποῦσθαι Φιλόστρ. 694: ― Μέσ., [[σχεδιάζω]] τι ἐν τῇ διανοίᾳ μου, [[σχηματίζω]] τι κατὰ φαντασίαν, «τοῦτο Ζήνων μὲν ἔγραψεν [[ὥσπερ]] [[ὄναρ]] ἢ [[εἴδωλον]] εὐνομίας φιλοσόφου καὶ πολιτείας ἀνατυπωσάμενος» Πλούτ. 2. 329B, 331D. ― Ἡ [[ἑρμηνεία]] τῆς λέξεως ὑπὸ Θωμ. Μαγίστρου λέγοντος: «ἀνατυποῦταί τις [[ὅταν]] φαντάζηται ἃ ἑώρακεν, ἀναπλάττει δὲ ἃ [[οὐδέποτε]] εἶδεν» καταφαίνεται μὴ ἀκριβὴς ἐκ τοῦ προηγηθέντος παραδείγματος. ― Ἐκ τοῦ [[ἀνατυπόω]] ἐσχηματίσθησαν οὐσιαστ. ἀνατύπωμα, τό, εἰκὼν πράγματός τινος κατὰ διάνοιαν, [[παράστασις]], γίνεται ἀνατύπωμα ἵππου καὶ μὴ παρόντος Διογ. Λ. 7. 61· καὶ ἀνατύπωσις, εως, ἡ, [[μετάπλασις]], ἀναπαράστασις, «[[διανόησις]]» (Α. Β. 393. 11)· παιδαριώδους ἀνατυπώσεως Φωτ. Βιβλ. σ. 143. 35· καὶ ἐπίθ. ἀνατῠπωτικός, ή, όν, ὁ ἀνατυπῶν, ὁ εἰκονίζων, φαντασίαι ἀληθῶν ἀνατυπωτικαὶ Σιμπλ. εἰς Ἐπίκτ. σ. 73.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />figurer de nouveau;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνατυπόομαι-οῦμαι se figurer, se représenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], τυποώ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[reproducir]] una figura, LXX <i>Sap</i>.14.17, τὰς ἀρχετύπους φύσεις Ph.1.333, cf. Ath.Al.M.26.365C<br /><b class="num">•</b>[[describir]] εἰς ἐπιστολάς Philostr.<i>VA</i> 1.32, cf. 1.19<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[imaginarse]] ὥσπερ ὄναρ ἢ [[εἴδωλον]] Plu.2.329b, cf. 331d.<br /><b class="num">2</b> [[prefigurar]] en v. pas. ὁ λόγος ἀνετυπώθη Hippol.<i>Dan</i>.2.27.7.<br /><b class="num">II</b> [[transformar]], [[remodelar]] τὴν ἀνθρωπίνην περὶ τοῦ δαιμονίου δόξαν D.Chr.12.26.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνατῠπόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[αποτυπώνω]] εκ νέου, [[σφραγίζω]] από την [[αρχή]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀνατῠπόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[αποτυπώνω]] εκ νέου, [[σφραγίζω]] από την [[αρχή]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνατῠπόω:'''<br /><b class="num">1)</b> вновь отпечатывать, снова прикладывать (τὴν αὐτὴν σφραγῖδα Luc.);<br /><b class="num">2)</b> med. представлять себе, воображать (τὰς ἡρωϊκὰς πράξεις Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[impress]] [[again]], Luc.
|mdlsjtxt=to [[impress]] [[again]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 19 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατυπόω Medium diacritics: ἀνατυπόω Low diacritics: ανατυπόω Capitals: ΑΝΑΤΥΠΟΩ
Transliteration A: anatypóō Transliteration B: anatypoō Transliteration C: anatypoo Beta Code: a)natupo/w

English (LSJ)

A describe, represent, Philostr.VA1.19, cf. Her.2.19 (Pass.):—Med., form an image of a thing, imagine, Plu.2.329b, 331d; represent in writing, εἰς ἐπιστολάς Philostr.VA1.32.
II remodel, transform, τὴν ἀνθρωπίνην περὶ τοῦ δαιμονίου δόξαν D.Chr. 12.26, cf. Antim.81.

Spanish (DGE)

I 1reproducir una figura, LXX Sap.14.17, τὰς ἀρχετύπους φύσεις Ph.1.333, cf. Ath.Al.M.26.365C
describir εἰς ἐπιστολάς Philostr.VA 1.32, cf. 1.19
en v. med. imaginarse ὥσπερ ὄναρ ἢ εἴδωλον Plu.2.329b, cf. 331d.
2 prefigurar en v. pas. ὁ λόγος ἀνετυπώθη Hippol.Dan.2.27.7.
II transformar, remodelar τὴν ἀνθρωπίνην περὶ τοῦ δαιμονίου δόξαν D.Chr.12.26.

German (Pape)

[Seite 212] umgestalten, von neuem abdrücken, ein Siegel, Luc. Alex. 21. – Med., sich ein Bild von einer Sache machen, sich vorstellen, Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ἀνατυπῶ :
figurer de nouveau;
Moy. ἀνατυπόομαι, ἀνατυποῦμαι se figurer, se représenter.
Étymologie: ἀνά, τυποώ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατῠπόω:
1 вновь отпечатывать, снова прикладывать (τὴν αὐτὴν σφραγῖδα Luc.);
2 med. представлять себе, воображать (τὰς ἡρωϊκὰς πράξεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατῠπόω: ἀποτυπῶ ἐκ νέου, σφραγίζω πάλιν, ἐπιθεὶς τὸν κηρὸν ἀνετύπου (ἄλλ. γρ. ἀπετύπου) ... τὴν αὐτὴν σφραγῖδα Λουκ. Ἀλέξ. Ψευδ. 21· ἀναπαριστῶ, φρικῶδες ἐδόκει τὸ μέγεθος καὶ οὐ ῥᾴδιον ἀνατυποῦσθαι Φιλόστρ. 694: ― Μέσ., σχεδιάζω τι ἐν τῇ διανοίᾳ μου, σχηματίζω τι κατὰ φαντασίαν, «τοῦτο Ζήνων μὲν ἔγραψεν ὥσπερ ὄναρεἴδωλον εὐνομίας φιλοσόφου καὶ πολιτείας ἀνατυπωσάμενος» Πλούτ. 2. 329B, 331D. ― Ἡ ἑρμηνεία τῆς λέξεως ὑπὸ Θωμ. Μαγίστρου λέγοντος: «ἀνατυποῦταί τις ὅταν φαντάζηται ἃ ἑώρακεν, ἀναπλάττει δὲ ἃ οὐδέποτε εἶδεν» καταφαίνεται μὴ ἀκριβὴς ἐκ τοῦ προηγηθέντος παραδείγματος. ― Ἐκ τοῦ ἀνατυπόω ἐσχηματίσθησαν οὐσιαστ. ἀνατύπωμα, τό, εἰκὼν πράγματός τινος κατὰ διάνοιαν, παράστασις, γίνεται ἀνατύπωμα ἵππου καὶ μὴ παρόντος Διογ. Λ. 7. 61· καὶ ἀνατύπωσις, εως, ἡ, μετάπλασις, ἀναπαράστασις, «διανόησις» (Α. Β. 393. 11)· παιδαριώδους ἀνατυπώσεως Φωτ. Βιβλ. σ. 143. 35· καὶ ἐπίθ. ἀνατῠπωτικός, ή, όν, ὁ ἀνατυπῶν, ὁ εἰκονίζων, φαντασίαι ἀληθῶν ἀνατυπωτικαὶ Σιμπλ. εἰς Ἐπίκτ. σ. 73.

Greek Monotonic

ἀνατῠπόω: μέλ. -ώσω, αποτυπώνω εκ νέου, σφραγίζω από την αρχή, σε Λουκ.

Middle Liddell

to impress again, Luc.