λευκάς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lefkas
|Transliteration C=lefkas
|Beta Code=leuka/s
|Beta Code=leuka/s
|Definition=άδος, fem. of [[λευκός]]: <b class="b3">Λ. πέτρη</b> as pr.n. of mythical and real promontories, <span class="bibl">Od.24.11</span>, <span class="bibl">Anacr.19</span>, cf. <span class="bibl">E. <span class="title">Cyc.</span>166</span>; [[Λ]]. alone, <span class="bibl">Th.1.30</span>, etc. <span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">λ. ὀρεινή</b> [[mountain deadnettle]], [[Lamium maculatum]], Dsc.3.99; <b class="b3">λ. ἥμερος</b> <b class="b2">dead-nettle, L. Moschatum</b>, ibid. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> epith. of [[ἤρυγγος]], [[white]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>849</span>.</span>
|Definition=λευκάδος, fem. of [[λευκός]]: <b class="b3">Λ. πέτρη</b> as pr.n. of mythical and real promontories, Od.24.11, Anacr.19, cf. E. ''Cyc.''166; [[Λ]]. alone, Th.1.30, etc.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">λ. ὀρεινή</b> [[mountain deadnettle]], [[Lamium maculatum]], Dsc.3.99; <b class="b3">λ. ἥμερος</b> [[dead-nettle]], [[L. Moschatum]], ibid.<br><span class="bld">2</span> [[epithet]] of [[ἤρυγγος]], [[white]], Nic.''Th.''849.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] άδος, ἡ, bes. fem. zu [[λευκός]], Nonn. – Als subst. eine Pflanze, Nic. Ther. 848; Diosc. – S. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] άδος, ἡ, bes. fem. zu [[λευκός]], Nonn. – Als subst. eine Pflanze, Nic. Ther. 848; Diosc. – S. nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />blanc ; ἡ [[λευκάς]] lamier, <i>plante</i> ; <i>fig.</i> clair, éclatant <i>en parl. de la voix</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκάς''': -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ [[λευκός]], Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. γ΄, 20, κτλ.· [[πέτρα]] λ. Εὐρ. Κύκλ. 166· [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ἀκρωτήριον]] τῆς Ἠπείρου ἐκαλεῖτο Λευκάς, πρῶτον ἐν Ὀδ. Ω. 11. ΙΙ. [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἴδους, lamium, [[εἶναι]] δὲ δύο εἰδῶν, ἡ [[ἥμερος]] καὶ ἡ ὀρεινή, χρησιμεύουσι δὲ ἀμφότεραι ὡς [[ἀντιφάρμακον]] κατὰ τῶν ἰοβόλων καὶ [[μάλιστα]] τῶν θαλασσίων, Διοσκ. 3. 113, πρβλ. Νικ. Θ. 849.
|lstext='''λευκάς''': -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ [[λευκός]], Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. γ΄, 20, κτλ.· [[πέτρα]] λ. Εὐρ. Κύκλ. 166· [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ἀκρωτήριον]] τῆς Ἠπείρου ἐκαλεῖτο Λευκάς, πρῶτον ἐν Ὀδ. Ω. 11. ΙΙ. [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἴδους, lamium, [[εἶναι]] δὲ δύο εἰδῶν, ἡ [[ἥμερος]] καὶ ἡ ὀρεινή, χρησιμεύουσι δὲ ἀμφότεραι ὡς [[ἀντιφάρμακον]] κατὰ τῶν ἰοβόλων καὶ [[μάλιστα]] τῶν θαλασσίων, Διοσκ. 3. 113, πρβλ. Νικ. Θ. 849.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />blanc ; ἡ [[λευκάς]] lamier, <i>plante</i> ; <i>fig.</i> clair, éclatant <i>en parl. de la voix</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκάς Medium diacritics: λευκάς Low diacritics: λευκάς Capitals: ΛΕΥΚΑΣ
Transliteration A: leukás Transliteration B: leukas Transliteration C: lefkas Beta Code: leuka/s

English (LSJ)

λευκάδος, fem. of λευκός: Λ. πέτρη as pr.n. of mythical and real promontories, Od.24.11, Anacr.19, cf. E. Cyc.166; Λ. alone, Th.1.30, etc.
II λ. ὀρεινή mountain deadnettle, Lamium maculatum, Dsc.3.99; λ. ἥμερος dead-nettle, L. Moschatum, ibid.
2 epithet of ἤρυγγος, white, Nic.Th.849.

German (Pape)

[Seite 33] άδος, ἡ, bes. fem. zu λευκός, Nonn. – Als subst. eine Pflanze, Nic. Ther. 848; Diosc. – S. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
blanc ; ἡ λευκάς lamier, plante ; fig. clair, éclatant en parl. de la voix.
Étymologie: λευκός.

Greek (Liddell-Scott)

λευκάς: -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ λευκός, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. γ΄, 20, κτλ.· πέτρα λ. Εὐρ. Κύκλ. 166· ἐντεῦθεν τὸ ἀκρωτήριον τῆς Ἠπείρου ἐκαλεῖτο Λευκάς, πρῶτον ἐν Ὀδ. Ω. 11. ΙΙ. φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους, lamium, εἶναι δὲ δύο εἰδῶν, ἡ ἥμερος καὶ ἡ ὀρεινή, χρησιμεύουσι δὲ ἀμφότεραι ὡς ἀντιφάρμακον κατὰ τῶν ἰοβόλων καὶ μάλιστα τῶν θαλασσίων, Διοσκ. 3. 113, πρβλ. Νικ. Θ. 849.

Greek Monolingual

λευκάς, -άδος, ἡ (Α) λευκός
1. (ως θηλ. του λευκός) λευκή («λευκὰς χαίτη», Νόνν.)
2. φύλλο φοινικιάς
3. ονομασία διαφόρων φυτών («λευκὰς ὀρεινή» Διοσκ.)
4. φρ. α) «Λευκάς πέτρη» ή, απλώς, «Λευκάς» — ονομασία διαφόρων βράχων ή ακρωτηρίων
β) «λευκάς φωνή»
μτφ. καθαρή, διαυγής φωνή.

Greek Monotonic

λευκάς: -άδος,
I. ποιητ. θηλ. του λευκός, σε Ευρ.
II. όνομα ακρωτηρίου της Ηπείρου, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

λευκάς, άδος,
I. poet. fem. of λευκός, Eur.