μαχαιρᾶς: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=machairas | |Transliteration C=machairas | ||
|Beta Code=maxaira=s | |Beta Code=maxaira=s | ||
|Definition=ᾶ, ὁ, | |Definition=ᾶ, ὁ, [[cutler]], POxy.1676.6 (iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α μαχαιρᾱς) [[μάχαιρα]]<br />ο [[κατασκευαστής]] μαχαιριών, ο [[μαχαιροποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[συνήθως]] οπλισμένος με [[μαχαίρι]] και το χρησιμοποιεί στις συμπλοκές ή στις φιλονικίες του, ο [[μαχαιροβγάλτης]]. | |mltxt=ο (Α μαχαιρᾱς) [[μάχαιρα]]<br />ο [[κατασκευαστής]] μαχαιριών, ο [[μαχαιροποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[συνήθως]] οπλισμένος με [[μαχαίρι]] και το χρησιμοποιεί στις συμπλοκές ή στις φιλονικίες του, ο [[μαχαιροβγάλτης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 03:50, 24 August 2022
English (LSJ)
ᾶ, ὁ, cutler, POxy.1676.6 (iii A. D.).
Greek Monolingual
ο (Α μαχαιρᾱς) μάχαιρα
ο κατασκευαστής μαχαιριών, ο μαχαιροποιός
νεοελλ.
αυτός που είναι συνήθως οπλισμένος με μαχαίρι και το χρησιμοποιεί στις συμπλοκές ή στις φιλονικίες του, ο μαχαιροβγάλτης.