πάχετος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pachetos
|Transliteration C=pachetos
|Beta Code=pa/xetos
|Beta Code=pa/xetos
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[παχύς]], [[thick]], [[massive]], twice in Od., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον <span class="bibl">8.187</span> ; πάχετος δ' ἦν ἠΰτε κίων <span class="bibl">23.191</span>. (Wrongly expld. by Hsch. and <span class="bibl"><span class="title">EM</span>656.53</span> as sync. from [[παχύτερον]] ; for the termination cf. [[περιμήκετος]].) </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[tight]], of a knot or ligature, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Mul.</span>2.110</span> : neut. as Adv., <span class="bibl">Id.<span class="title">Cord.</span>6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in later Ep. as neut. Subst., = [[πάχος]], [[thickness]], <span class="bibl">Nic. <span class="title">Th.</span>385</span> (dub.), <span class="bibl">387</span>, <span class="bibl">465</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.535</span> codd. (Oxyt. in codd. Hp. ll. cc.)</span>
|Definition=[ᾰ], ον,<br><span class="bld">A</span> = [[παχύς]], [[thick]], [[massive]], twice in Od., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον 8.187; πάχετος δ' ἦν ἠΰτε κίων 23.191. (Wrongly expld. by [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] and ''EM''656.53 as sync. from [[παχύτερον]]; for the termination cf. [[περιμήκετος]].)<br><span class="bld">2</span> [[tight]], of a knot or ligature, Hp. ''Mul.''2.110: neut. as adverb, Id.''Cord.''6.<br><span class="bld">II</span> in later Ep. as neut. Subst., = [[πάχος]], [[thickness]], Nic. ''Th.''385 (dub.), 387, 465, Opp.''H.''4.535 codd. (Oxyt. in codd. Hp. ll. cc.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] τό, poet. statt [[πάχος]], die [[Dicke]], Od. 23, 191, obwohl es auch hier adj. sein könnte; substantivisch brauchen es Nic. Ther. 385. 468 Opp. Hal. 4, 535. – Aber Od. 8, 187 λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον ist nach der gew. Erklärung größer u. dicker, also irregul. Comparativ statt παχύτερον, nach Anderen von ὁ [[πάχετος]], größer auch an Dicke.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] τό, poet. statt [[πάχος]], die [[Dicke]], Od. 23, 191, obwohl es auch hier adj. sein könnte; substantivisch brauchen es Nic. Ther. 385. 468 Opp. Hal. 4, 535. – Aber Od. 8, 187 λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον ist nach der gew. Erklärung größer u. dicker, also irregul. Comparativ statt παχύτερον, nach Anderen von ὁ [[πάχετος]], größer auch an Dicke.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πάχετος''': ὁ σκοτεινή τις [[λέξις]] δὶς ἐν χρήσει ἐν τῇ Ὀδ., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον Θ. 187· [[πάχετος]] δ᾿ ἦν, ἠΰτε [[κίων]] Ψ. 191. Ἐν τῷ προτέρῳ χωρίῳ ἑρμηνεύεται παρ᾿ Ἡσυχ. καὶ ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ὡς κατὰ συγκοπήν ἐκ τοῦ παχύτερον, [[ὅπερ]] θὰ ἥρμοζεν εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χωρίου ἐκείνου καὶ ἠδύνατο νὰ γείνῃ δεκτὸν καὺ ἐν τῷ β΄ χωρίῳ (ἴδε ἐν λέξ. ἠΰτε)· ἀλλ᾿ [[εἶναι]] πιθανώτερον ὅτι [[εἶναι]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[παχύς]], [[ὀγκώδης]], «[[παχύς]]», ὡς τὸ [[περιμήκετος]] τοῦ [[περιμήκης]]. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡς οὐσιαστ. = [[πάχος]], τό, [[παχύτης]], [[ὄγκος]], Νικ. Θηρ. 385. 387, 465, Ὀππ. Ἁλ. 4. 535· ἀλλὰ δυσκόλως ἁρμόζει τοῦτο εἰς τὰ Ὁμηρικὰ χωρία, πρβλ. τὸ κοινολεκτούμενον πάχετα = πάχη.
|btext=(τό) :<br />épaisseur ; <i>selon d'autres, adj.</i> épais, <i>ou subst. masc., acc.</i> πάχετον pierre massive.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]].
}}
{{elnl
|elnltext=πάχετος -ον [παχύς] [[dik]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=(τό) :<br />épaisseur ; <i>selon d’autres, adj.</i> épais, <i>ou subst. masc., acc.</i> πάχετον pierre massive.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]].
|elrutext='''πάχετος:''' (ᾰ) эп. = [[παχύς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πυκνός]], [[χοντρός]] («λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κόμπο ή δεσμό) [[σφιχτός]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. ως ουδ. ουσ.) τὸ [[πάχετος]]<br />ο όγκος, το [[πάχος]] («τοῦ [[πάχετος]] μῆκός τε πολύτροπον», <b>Νίκ.</b> Θηρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παχύς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ετος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυρ</i>-[[ετός]], <i>συρφ</i>-[[ετός]]). Το [[επίθημα]] έχει πιθ. αυξητική σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>περιμήκ</i>-<i>ετος</i>). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τὸ [[πάχετος]] έχει πιθ. σχηματιστεί [[κατά]] το: [[πάχος]], (<i>τὸ</i>) ή <span style="color: red;"><</span> <i>πάχεθος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μέγ</i>-<i>εθος</i>) με [[ανομοίωση]]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πυκνός]], [[χοντρός]] («λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κόμπο ή δεσμό) [[σφιχτός]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. ως ουδ. ουσ.) τὸ [[πάχετος]]<br />ο όγκος, το [[πάχος]] («τοῦ [[πάχετος]] μῆκός τε πολύτροπον», <b>Νίκ.</b> Θηρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παχύς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ετος</i> ([[πρβλ]]. [[πυρετός]], [[συρφετός]]). Το [[επίθημα]] έχει πιθ. αυξητική σημ. ([[πρβλ]]. [[περιμήκετος]]). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τὸ [[πάχετος]] έχει πιθ. σχηματιστεί [[κατά]] το: [[πάχος]], (<i>τὸ</i>) ή <span style="color: red;"><</span> <i>πάχεθος</i> ([[πρβλ]]. [[μέγεθος]]) με [[ανομοίωση]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάχετος:''' -ον, φαινομενικά ποιητ. [[τύπος]] του [[παχύς]], [[συμπαγής]], ατόφιος, όπως το [[περιμήκετος]] του [[περιμήκης]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πάχετος:''' -ον, φαινομενικά ποιητ. [[τύπος]] του [[παχύς]], [[συμπαγής]], ατόφιος, όπως το [[περιμήκετος]] του [[περιμήκης]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πάχετος:''' () эп. = [[παχύς]].
|lstext='''πάχετος''': ὁ σκοτεινή τις [[λέξις]] δὶς ἐν χρήσει ἐν τῇ Ὀδ., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον Θ. 187· [[πάχετος]] δ᾿ ἦν, ἠΰτε [[κίων]] Ψ. 191. Ἐν τῷ προτέρῳ χωρίῳ ἑρμηνεύεται παρ᾿ Ἡσυχ. καὶ ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ὡς κατὰ συγκοπήν ἐκ τοῦ παχύτερον, [[ὅπερ]] θὰ ἥρμοζεν εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χωρίου ἐκείνου καὶ ἠδύνατο νὰ γείνῃ δεκτὸν καὺ ἐν τῷ β΄ χωρίῳ (ἴδε ἐν λέξ. ἠΰτε)· ἀλλ᾿ [[εἶναι]] πιθανώτερον ὅτι [[εἶναι]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[παχύς]], [[ὀγκώδης]], «[[παχύς]]», ὡς τὸ [[περιμήκετος]] τοῦ [[περιμήκης]]. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡς οὐσιαστ. = [[πάχος]], τό, [[παχύτης]], [[ὄγκος]], Νικ. Θηρ. 385. 387, 465, Ὀππ. Ἁλ. 4. 535· ἀλλὰ δυσκόλως ἁρμόζει τοῦτο εἰς τὰ Ὁμηρικὰ χωρία, πρβλ. τὸ κοινολεκτούμενον πάχετα = πάχη.
}}
{{elnl
|elnltext=πάχετος -ον [παχύς] dik.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πάχετος]], ον,<br />[[massive]], Od. [[seemingly]] a poet. [[form]] of [[παχύς]], as [[περιμήκετος]] of [[περιμήκης]]
|mdlsjtxt=[[πάχετος]], ον,<br />[[massive]], Od. [[seemingly]] a poet. [[form]] of [[παχύς]], as [[περιμήκετος]] of [[περιμήκης]]
}}
}}

Latest revision as of 10:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάχετος Medium diacritics: πάχετος Low diacritics: πάχετος Capitals: ΠΑΧΕΤΟΣ
Transliteration A: páchetos Transliteration B: pachetos Transliteration C: pachetos Beta Code: pa/xetos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,
A = παχύς, thick, massive, twice in Od., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον 8.187; πάχετος δ' ἦν ἠΰτε κίων 23.191. (Wrongly expld. by Hsch. and EM656.53 as sync. from παχύτερον; for the termination cf. περιμήκετος.)
2 tight, of a knot or ligature, Hp. Mul.2.110: neut. as adverb, Id.Cord.6.
II in later Ep. as neut. Subst., = πάχος, thickness, Nic. Th.385 (dub.), 387, 465, Opp.H.4.535 codd. (Oxyt. in codd. Hp. ll. cc.)

German (Pape)

[Seite 539] τό, poet. statt πάχος, die Dicke, Od. 23, 191, obwohl es auch hier adj. sein könnte; substantivisch brauchen es Nic. Ther. 385. 468 Opp. Hal. 4, 535. – Aber Od. 8, 187 λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον ist nach der gew. Erklärung größer u. dicker, also irregul. Comparativ statt παχύτερον, nach Anderen von ὁ πάχετος, größer auch an Dicke.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
épaisseur ; selon d'autres, adj. épais, ou subst. masc., acc. πάχετον pierre massive.
Étymologie: παχύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάχετος -ον [παχύς] dik.

Russian (Dvoretsky)

πάχετος: (ᾰ) эп. = παχύς.

English (Autenrieth)

παχύς (Od.)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πυκνός, χοντρός («λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον», Ομ. Οδ.)
2. (για κόμπο ή δεσμό) σφιχτός
3. (το αρσ. ως ουδ. ουσ.) τὸ πάχετος
ο όγκος, το πάχος («τοῦ πάχετος μῆκός τε πολύτροπον», Νίκ. Θηρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + επίθημα -ετος (πρβλ. πυρετός, συρφετός). Το επίθημα έχει πιθ. αυξητική σημ. (πρβλ. περιμήκετος). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τὸ πάχετος έχει πιθ. σχηματιστεί κατά το: πάχος, (τὸ) ή < πάχεθος (πρβλ. μέγεθος) με ανομοίωση].

Greek Monotonic

πάχετος: -ον, φαινομενικά ποιητ. τύπος του παχύς, συμπαγής, ατόφιος, όπως το περιμήκετος του περιμήκης, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πάχετος: ὁ σκοτεινή τις λέξις δὶς ἐν χρήσει ἐν τῇ Ὀδ., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον Θ. 187· πάχετος δ᾿ ἦν, ἠΰτε κίων Ψ. 191. Ἐν τῷ προτέρῳ χωρίῳ ἑρμηνεύεται παρ᾿ Ἡσυχ. καὶ ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ὡς κατὰ συγκοπήν ἐκ τοῦ παχύτερον, ὅπερ θὰ ἥρμοζεν εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χωρίου ἐκείνου καὶ ἠδύνατο νὰ γείνῃ δεκτὸν καὺ ἐν τῷ β΄ χωρίῳ (ἴδε ἐν λέξ. ἠΰτε)· ἀλλ᾿ εἶναι πιθανώτερον ὅτι εἶναι ποιητ. τύπος τοῦ παχύς, ὀγκώδης, «παχύς», ὡς τὸ περιμήκετος τοῦ περιμήκης. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡς οὐσιαστ. = πάχος, τό, παχύτης, ὄγκος, Νικ. Θηρ. 385. 387, 465, Ὀππ. Ἁλ. 4. 535· ἀλλὰ δυσκόλως ἁρμόζει τοῦτο εἰς τὰ Ὁμηρικὰ χωρία, πρβλ. τὸ κοινολεκτούμενον πάχετα = πάχη.

Middle Liddell

πάχετος, ον,
massive, Od. seemingly a poet. form of παχύς, as περιμήκετος of περιμήκης