προδρομή: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prodromi
|Transliteration C=prodromi
|Beta Code=prodromh/
|Beta Code=prodromh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[running forward]]: [[sally]], [[sudden attack]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.7.10</span>: metaph., <b class="b3">αἱ σαὶ π. τοῦ λόγου</b> your [[lively sallies]], Pl.<span class="title">Alc.</span>1.114a.</span>
|Definition=ἡ, [[running forward]]: [[sally]], [[sudden attack]], X.''An.''4.7.10: metaph., <b class="b3">αἱ σαὶ π. τοῦ λόγου</b> your [[lively sallies]], Pl.''Alc.''1.114a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0717.png Seite 717]] ἡ, das Vorlaufen, Xen. An. 4, 7, 10; λόγου, Plat. Alc. I, 114 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0717.png Seite 717]] ἡ, das Vorlaufen, Xen. An. 4, 7, 10; λόγου, Plat. Alc. I, 114 a.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προδρομή''': ἡ, τὸ τρέχειν πρὸς τὰ ἐμπρός, προὔτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ἢ [[τρία]] βήματα... ἐφ’ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ [[δέκα]] ἅμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο Ξεν. Ἀν. 4. 7, 10· μεταφορ., αἱ σαὶ πρ. τοῦ λόγου, αἱ ζωηραὶ ἔφοδοι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Α.
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[course en avant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δραμεῖν]].
}}
{{elnl
|elnltext=προδρομή -ῆς, ἡ [πρόδρομος] snelle uitval; overdr.. χαίρειν ἐάσας τὰς σὰς προδρομὰς τοῦ λόγου jouw uitvallen in het debat laat ik rusten Plat. Alc.1. 114a.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ῆς (ἡ) :<br />course en avant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δραμεῖν]].
|elrutext='''προδρομή:''' ἡ (про)бег, вылазка Xen.: αἱ προδρομαὶ τοῦ λόγου Plat. словесные уловки или реплики.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> το να τρέχει [[κανείς]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αιφνίδια [[επίθεση]], [[έφοδος]] («προύτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ή [[τρία]] βήματα... ἐφ' ἑκάστης δὲ προδρομῆς [[πλέον]] ἢ [[δέκα]] ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ζωηρή φραστική [[επίθεση]], έντονο [[ξέσπασμα]] με [[λόγια]] («τὰς σὰς προδρομὰς τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δρομή]] (<span style="color: red;"><</span> [[δραμεῖν]], απρμφ. αορ. του [[τρέχω]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>δρεμ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἔδραμον]], που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπι</i>-[[δρομή]], <i>παρα</i>-[[δρομή]]].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> το να τρέχει [[κανείς]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αιφνίδια [[επίθεση]], [[έφοδος]] («προύτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ή [[τρία]] βήματα... ἐφ' ἑκάστης δὲ προδρομῆς [[πλέον]] ἢ [[δέκα]] ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ζωηρή φραστική [[επίθεση]], έντονο [[ξέσπασμα]] με [[λόγια]] («τὰς σὰς προδρομὰς τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δρομή]] (<span style="color: red;"><</span> [[δραμεῖν]], απρμφ. αορ. του [[τρέχω]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>δρεμ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἔδραμον]], που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]), [[πρβλ]]. [[ἐπιδρομή]], [[παραδρομή]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προδρομή:''' ἡ, [[τρέξιμο]] προς τα [[εμπρός]], [[χτύπημα]], ξαφνική [[έφοδος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προδρομή:''' ἡ, [[τρέξιμο]] προς τα [[εμπρός]], [[χτύπημα]], ξαφνική [[έφοδος]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προδρομή:''' ἡ (про)бег, вылазка Xen.: αἱ προδρομαὶ τοῦ λόγου Plat. словесные уловки или реплики.
|lstext='''προδρομή''': ἡ, τὸ τρέχειν πρὸς τὰ ἐμπρός, προὔτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ἢ [[τρία]] βήματα... ἐφ’ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ [[δέκα]] ἅμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο Ξεν. Ἀν. 4. 7, 10· μεταφορ., αἱ σαὶ πρ. τοῦ λόγου, αἱ ζωηραὶ ἔφοδοι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Α.
}}
{{elnl
|elnltext=προδρομή -ῆς, ἡ [πρόδρομος] snelle uitval; overdr.. χαίρειν ἐάσας τὰς σὰς προδρομὰς τοῦ λόγου jouw uitvallen in het debat laat ik rusten Plat. Alc.1. 114a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προδρομή]], ἡ, [from προδρᾰμεῖν aor2 inf. of [[προτρέχω]]<br />a [[running]] [[forward]], a [[sally]], [[sudden]] [[attack]], Xen.
|mdlsjtxt=[[προδρομή]], ἡ, [from προδρᾰμεῖν aor2 inf. of [[προτρέχω]]<br />a [[running]] [[forward]], a [[sally]], [[sudden]] [[attack]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδρομή Medium diacritics: προδρομή Low diacritics: προδρομή Capitals: ΠΡΟΔΡΟΜΗ
Transliteration A: prodromḗ Transliteration B: prodromē Transliteration C: prodromi Beta Code: prodromh/

English (LSJ)

ἡ, running forward: sally, sudden attack, X.An.4.7.10: metaph., αἱ σαὶ π. τοῦ λόγου your lively sallies, Pl.Alc.1.114a.

German (Pape)

[Seite 717] ἡ, das Vorlaufen, Xen. An. 4, 7, 10; λόγου, Plat. Alc. I, 114 a.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
course en avant.
Étymologie: πρό, δραμεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προδρομή -ῆς, ἡ [πρόδρομος] snelle uitval; overdr.. χαίρειν ἐάσας τὰς σὰς προδρομὰς τοῦ λόγου jouw uitvallen in het debat laat ik rusten Plat. Alc.1. 114a.

Russian (Dvoretsky)

προδρομή: ἡ (про)бег, вылазка Xen.: αἱ προδρομαὶ τοῦ λόγου Plat. словесные уловки или реплики.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός
2. (κατ' επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ' ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέονδέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.)
3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο ξέσπασμα με λόγια («τὰς σὰς προδρομὰς τοῦ λόγου», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αορ. του τρέχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δρεμ- (πρβλ. ἔδραμον, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα), πρβλ. ἐπιδρομή, παραδρομή].

Greek Monotonic

προδρομή: ἡ, τρέξιμο προς τα εμπρός, χτύπημα, ξαφνική έφοδος, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

προδρομή: ἡ, τὸ τρέχειν πρὸς τὰ ἐμπρός, προὔτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ἢ τρία βήματα... ἐφ’ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἅμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο Ξεν. Ἀν. 4. 7, 10· μεταφορ., αἱ σαὶ πρ. τοῦ λόγου, αἱ ζωηραὶ ἔφοδοι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Α.

Middle Liddell

προδρομή, ἡ, [from προδρᾰμεῖν aor2 inf. of προτρέχω
a running forward, a sally, sudden attack, Xen.