προσερέω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosereo
|Transliteration C=prosereo
|Beta Code=prosere/w
|Beta Code=prosere/w
|Definition=Att. contr. προσερῶ, used as fut. of <b class="b3">προσαγορεύω, προσεῖπον</b> being used as aor.: pf. <b class="b3">προσείρηκα, -ημαι</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>31a</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cra.</span>403a</span>: —Pass., fut. [[προσρηθήσομαι]] (v. infr.): aor. [[προσερρήθην]] (v. infr.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[speak to]], [[address]], [[accost]], τινα <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>1005</span> (lyr.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>60a</span>; οὔτις ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>195</span>, cf. <span class="bibl">942</span>; of one who [[addresses]] a god, <span class="bibl">Hdt.5.72</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. dupl. acc., [[call by a name]], <b class="b3">πολίτας ἀλλήλους π</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>463a</span>; <b class="b3">ἕνα οὐρανὸν π</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Ti.</span>31a</span>; <b class="b3">τί προσεροῦμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις</b>; <span class="bibl">Id.<span class="title">Sph.</span>227b</span>; <b class="b3">τινὰ ταὐτὸν π. ὄνομα</b> ib.<span class="bibl">224b</span>:—Pass., βασιλικὸς προσρηθήσεται <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>259b</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Cra.</span> 403a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., to [[be enjoined]], [[commanded]], Aristid.1.484J.</span>
|Definition=Att. contr. [[προσερῶ]], used as fut. of [[προσαγορεύω]], [[προσεῖπον]] being used as aor.: pf. <b class="b3">προσείρηκα, -ημαι</b>, Pl.''Ti.''31a, ''Cra.''403a: —Pass., fut. προσρηθήσομαι (v. infr.): aor. προσερρήθην (v. infr.):—<br><span class="bld">A</span> [[speak to]], [[address]], [[accost]], τινα [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''1005 (lyr.), [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 60a; οὔτις ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''195, cf. 942; of one who [[addresses]] a god, [[Herodotus|Hdt.]]5.72.<br><span class="bld">2</span> c. dupl. acc., [[call by a name]], <b class="b3">πολίτας ἀλλήλους π.</b> [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 463a; <b class="b3">ἕνα οὐρανὸν π.</b> Id.''Ti.''31a; <b class="b3">τί προσεροῦμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις</b>; Id.''Sph.''227b; <b class="b3">τινὰ ταὐτὸν π. ὄνομα</b> ib.224b:—Pass., βασιλικὸς προσρηθήσεται Id.''Plt.''259b, cf. ''Cra.'' 403a.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be enjoined]], [[commanded]], Aristid.1.484J.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0762.png Seite 762]] fut. zu [[προσεῖπον]], [[προσαγορεύω]], perf. [[προσείρηκα]], προσείρημαι, fut. pass. προσρηθήσομαι u. s. w., – 1) ich werde anreden, begrüßen, von Einem, der sich dem Tempel einer Gottheit nahet, ich werde anbeten, Her. 2, 72. – 2) ich werde dazu sagen, hinzusetzen, übh. benennen, ταὐτὸν προσερεῖς [[ὄνομα]], Plat. Soph. 224 b; τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις, 227 b; βασιλικὸς ὀρθῶς προσρηθήσεται, Polit. 259 b; [[πᾶν]] νόσον προσρητέον, Tim. 86 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0762.png Seite 762]] fut. zu [[προσεῖπον]], [[προσαγορεύω]], perf. [[προσείρηκα]], προσείρημαι, fut. pass. προσρηθήσομαι u. s. w., – 1) ich werde anreden, begrüßen, von Einem, der sich dem Tempel einer Gottheit nahet, ich werde anbeten, Her. 2, 72. – 2) ich werde dazu sagen, hinzusetzen, übh. benennen, ταὐτὸν προσερεῖς [[ὄνομα]], Plat. Soph. 224 b; τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις, 227 b; βασιλικὸς ὀρθῶς προσρηθήσεται, Polit. 259 b; [[πᾶν]] νόσον προσρητέον, Tim. 86 b.
}}
{{ls
|lstext='''προσερέω''': Ἀττ. συνῃρ. προσερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ [[προσαγορεύω]], τὸ δὲ [[προσεῖπον]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἀόρ.: πρκμ. προσείρηκα, -ημαι. ― Παθητ., μέλλ. προσρηθήσομαι· ἀόρ. πρσερρήθην· πρβλ. προσρητέον. Προσαγορεύω, προσφωνῶ, τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1005, Πλάτ. Φαίδων 60Α· [[οὔτις]] ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη [[πάλιν]] Εὐρ. Ἄλκ. 195, πρβλ. 942· ― ἐπὶ τοῦ προσαγορεύοντος θεόν, ἀποτεινομένου πρὸς θεόν, Ἡρόδ. 5. 72. 2) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., καλῶ τινα μέ τι [[ὄνομα]], [[ὀνομάζω]], πολίτας πρ. ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 463Α· οὐρανὸν ἕνα πρ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 31Α· τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις; ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 227Β· ἢ [[ἁπλῶς]], πρ. [[ὄνομα]] ταὐτὸν [[αὐτόθι]] 224Β. ― Παθ., βασιλικὸς προσρηθήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 259Β, πρβλ. Κρατ. 403Α. ― Πρβλ. [[προσερέσθαι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> προσέρω.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐρέω]].
|btext=[[προσερῶ]] :<br /><i>c.</i> προσέρω.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσερέω:''' Αττ. συνηρ. -ερῶ, ως μέλ. του <i>προσ- [[αγορεύω]]</i>, αορ. βʹ [[προσεῖπον]], παρακ. [[προσείρηκα]] — Παθ., μέλ. <i>προσρηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[προσερρήθην]], παρακ. <i>-είρημαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]], [[προσφωνώ]], [[προσαγορεύω]], <i>τινά</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[καλώ]] ή [[ονομάζω]], πολίτας [[προσερέω]] ἀλλήλους, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσερέω:''' стяж. [[προσερῶ]] fut. к * [[προσέρω]].
|elrutext='''προσερέω:''' стяж. [[προσερῶ]] fut. к * [[προσέρω]].
}}
{{ls
|lstext='''προσερέω''': Ἀττ. συνῃρ. προσερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ [[προσαγορεύω]], τὸ δὲ [[προσεῖπον]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἀόρ.: πρκμ. προσείρηκα, -ημαι. ― Παθητ., μέλλ. προσρηθήσομαι· ἀόρ. πρσερρήθην· πρβλ. προσρητέον. Προσαγορεύω, προσφωνῶ, τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1005, Πλάτ. Φαίδων 60Α· [[οὔτις]] ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη [[πάλιν]] Εὐρ. Ἄλκ. 195, πρβλ. 942· ― ἐπὶ τοῦ προσαγορεύοντος θεόν, ἀποτεινομένου πρὸς θεόν, Ἡρόδ. 5. 72. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., καλῶ τινα μέ τι [[ὄνομα]], [[ὀνομάζω]], πολίτας πρ. ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 463Α· οὐρανὸν ἕνα πρ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 31Α· τί προσεροῦμεν [[ὄνομα]] ξυμπάσας δυνάμεις; ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 227Β· ἢ [[ἁπλῶς]], πρ. [[ὄνομα]] ταὐτὸν [[αὐτόθι]] 224Β. ― Παθ., βασιλικὸς προσρηθήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 259Β, πρβλ. Κρατ. 403Α. ― Πρβλ. [[προσερέσθαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσερέω:''' Αττ. συνηρ. -ερῶ, ως μέλ. του <i>προσ- [[αγορεύω]]</i>, αορ. βʹ [[προσεῖπον]], παρακ. [[προσείρηκα]] — Παθ., μέλ. <i>προσρηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[προσερρήθην]], παρακ. <i>-είρημαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]], [[προσφωνώ]], [[προσαγορεύω]], <i>τινά</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[καλώ]] ή [[ονομάζω]], πολίτας [[προσερέω]] ἀλλήλους, σε Πλάτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] contr. -ερῶ aor2 [[προσεῖπον]] [as fut. of προσ-αγορεύω, [[προσεῖπον]] [[being]] aor2] perf. [[προσείρηκα]] Pass., fut. προσρηθήσομαι aor1 [[προσερρήθην]] perf. -είρημαι<br /><b class="num">1.</b> to [[speak]] to, [[address]], [[accost]], τινά Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> c. dupl. acc. to [[call]] or [[name]], πολίτας πρ. ἀλλήλους Plat.
|mdlsjtxt=Attic contr. -ερῶ aor2 [[προσεῖπον]] [as fut. of προσ-αγορεύω, [[προσεῖπον]] [[being]] aor2] perf. [[προσείρηκα]] Pass., fut. προσρηθήσομαι aor1 [[προσερρήθην]] perf. -είρημαι<br /><b class="num">1.</b> to [[speak]] to, [[address]], [[accost]], τινά Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> c. dupl. acc. to [[call]] or [[name]], πολίτας πρ. ἀλλήλους Plat.
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσερέω Medium diacritics: προσερέω Low diacritics: προσερέω Capitals: ΠΡΟΣΕΡΕΩ
Transliteration A: proseréō Transliteration B: prosereō Transliteration C: prosereo Beta Code: prosere/w

English (LSJ)

Att. contr. προσερῶ, used as fut. of προσαγορεύω, προσεῖπον being used as aor.: pf. προσείρηκα, -ημαι, Pl.Ti.31a, Cra.403a: —Pass., fut. προσρηθήσομαι (v. infr.): aor. προσερρήθην (v. infr.):—
A speak to, address, accost, τινα E.Alc.1005 (lyr.), Pl.Phd. 60a; οὔτις ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν E.Alc.195, cf. 942; of one who addresses a god, Hdt.5.72.
2 c. dupl. acc., call by a name, πολίτας ἀλλήλους π. Pl.R. 463a; ἕνα οὐρανὸν π. Id.Ti.31a; τί προσεροῦμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις; Id.Sph.227b; τινὰ ταὐτὸν π. ὄνομα ib.224b:—Pass., βασιλικὸς προσρηθήσεται Id.Plt.259b, cf. Cra. 403a.
II Pass., to be enjoined, commanded, Aristid.1.484J.

German (Pape)

[Seite 762] fut. zu προσεῖπον, προσαγορεύω, perf. προσείρηκα, προσείρημαι, fut. pass. προσρηθήσομαι u. s. w., – 1) ich werde anreden, begrüßen, von Einem, der sich dem Tempel einer Gottheit nahet, ich werde anbeten, Her. 2, 72. – 2) ich werde dazu sagen, hinzusetzen, übh. benennen, ταὐτὸν προσερεῖς ὄνομα, Plat. Soph. 224 b; τί προσεροῦμεν ὄνομα ξυμπάσας δυνάμεις, 227 b; βασιλικὸς ὀρθῶς προσρηθήσεται, Polit. 259 b; πᾶν νόσον προσρητέον, Tim. 86 b.

French (Bailly abrégé)

προσερῶ :
c. προσέρω.
Étymologie: πρός, ἐρέω.

Russian (Dvoretsky)

προσερέω: стяж. προσερῶ fut. к * προσέρω.

Greek (Liddell-Scott)

προσερέω: Ἀττ. συνῃρ. προσερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ προσαγορεύω, τὸ δὲ προσεῖπον εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἀόρ.: πρκμ. προσείρηκα, -ημαι. ― Παθητ., μέλλ. προσρηθήσομαι· ἀόρ. πρσερρήθην· πρβλ. προσρητέον. Προσαγορεύω, προσφωνῶ, τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1005, Πλάτ. Φαίδων 60Α· οὔτις ἦν οὕτω κακός, ὃν οὐ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν Εὐρ. Ἄλκ. 195, πρβλ. 942· ― ἐπὶ τοῦ προσαγορεύοντος θεόν, ἀποτεινομένου πρὸς θεόν, Ἡρόδ. 5. 72. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., καλῶ τινα μέ τι ὄνομα, ὀνομάζω, πολίτας πρ. ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 463Α· οὐρανὸν ἕνα πρ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 31Α· τί προσεροῦμεν ὄνομα ξυμπάσας δυνάμεις; ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 227Β· ἢ ἁπλῶς, πρ. ὄνομα ταὐτὸν αὐτόθι 224Β. ― Παθ., βασιλικὸς προσρηθήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 259Β, πρβλ. Κρατ. 403Α. ― Πρβλ. προσερέσθαι.

Greek Monotonic

προσερέω: Αττ. συνηρ. -ερῶ, ως μέλ. του προσ- αγορεύω, αορ. βʹ προσεῖπον, παρακ. προσείρηκα — Παθ., μέλ. προσρηθήσομαι, αόρ. αʹ προσερρήθην, παρακ. -είρημαι,
1. μιλώ, προσφωνώ, προσαγορεύω, τινά, σε Ευρ. κ.λπ.
2. με διπλή αιτ., καλώ ή ονομάζω, πολίτας προσερέω ἀλλήλους, σε Πλάτ.

Middle Liddell

Attic contr. -ερῶ aor2 προσεῖπον [as fut. of προσ-αγορεύω, προσεῖπον being aor2] perf. προσείρηκα Pass., fut. προσρηθήσομαι aor1 προσερρήθην perf. -είρημαι
1. to speak to, address, accost, τινά Eur., etc.
2. c. dupl. acc. to call or name, πολίτας πρ. ἀλλήλους Plat.