στροφάς: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strofas
|Transliteration C=strofas
|Beta Code=strofa/s
|Beta Code=strofa/s
|Definition=άδος, ὁ, ἡ, (στρέφω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[turning round]], [[revolving]], [[circling]], of the constellations, <b class="b3">ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι</b> the Bear's [[circling]] paths, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>131</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">D.P.594</span>; <b class="b3">στροφάδεσσιν ἀέλλαις</b> <b class="b2">whirl-</b>winds, <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>677</span>; of cranes [[on their return]], <span class="bibl">Arat.1032</span>; of fish, στροφάδες παρὰ πέτρην Numen. ap. <span class="bibl">Ath.7.319b</span>; of worms, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[Στροφάδες]] (sc. [[νῆσοι]]), αἱ, [[the Drifting Isles]], a group not far from Zacynthus, supposed to have been once floating, <span class="bibl">Apollod.1.9.21</span>, <span class="bibl">Str. 8.4.2</span>, St.Byz.</span>
|Definition=στροφάδος, ὁ, ἡ, ([[στρέφω]])<br><span class="bld">A</span> [[turning round]], [[revolving]], [[circling]], of the constellations, <b class="b3">ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι</b> the Bear's [[circling]] paths, S.''Tr.''131 (lyr.), cf. D.P.594; <b class="b3">στροφάδεσσιν ἀέλλαις</b> [[whirlwind]]s, Orph.''A.''677; of cranes [[on their return]], Arat.1032; of fish, στροφάδες παρὰ πέτρην Numen. ap. Ath.7.319b; of worms, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[Στροφάδες]] (''[[sc.]]'' [[νῆσοι]]), αἱ, [[the Drifting Isles]], a group not far from Zacynthus, supposed to have been once floating, Apollod.1.9.21, Str. 8.4.2, St.Byz.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] άδος, ὁ, ἡ, sich umdrehend, wendend; ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι, Soph. Trach. 131, die Kreisläufe, welche der Bär am Himmel beschreibt; vgl. D. Per. 594; – [[ἄελλα]], Wirbelwind, Orph. Arg. 675; – von den rückkehrenden Kranichen, A rat. 1032; – στροφάδες παρὰ πέτρην φυκίδες, Numen. bei Ath. VII, 319 c, die sich dabei aufhalten; – αἱ Στροφάδες, sc. νῆσοι, s. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] άδος, ὁ, ἡ, sich umdrehend, wendend; ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι, Soph. Trach. 131, die Kreisläufe, welche der Bär am Himmel beschreibt; vgl. D. Per. 594; – [[ἄελλα]], Wirbelwind, Orph. Arg. 675; – von den rückkehrenden Kranichen, A rat. 1032; – στροφάδες παρὰ πέτρην φυκίδες, Numen. bei Ath. VII, 319 c, die sich dabei aufhalten; – αἱ Στροφάδες, ''[[sc.]]'' νῆσοι, s. nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />qui se meut en tournant ; circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στροφάς -άδος [στρέφω] [[ronddraaiend]], [[die in een cirkel beweegt]].
}}
{{elru
|elrutext='''στροφάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f кругообразная, круговая (Ἄρκτου κέλευθοι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στροφάς''': -άδος, ὁ, ἡ, ([[στρέφω]]) ὁ περιστρεφόμενος ὁλόγυρα, περιδινούμενος, περιφερόμενος κυκλικῶς, ἐπὶ τῶν ἀστερισμῶν, ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι, ἡ κυκλικὴ τροχιὰ τῆς Ἄρκτου, Σοφ. Τρ. 131, ([[οὕτως]], ἄρκτου στροφαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 379)· πρβλ. Διον. Π. 594· - [[ἄελλα]] στρ., ἀνεμοστρόβιλος, Ὀρφ. Ἀργ. 675· - ἐπὶ τῶν γεράνων ἐπανερχομένων, Ἄρατ. 1032· ἐπὶ ἰχθύων, στροφάδες περὶ πέτρην Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 319Β. ΙΙ. Στροφάδες (ἐξυπακ. νῆσοι), αἱ, αἱ περιστρεφόμεναι, μικραί τινες νῆσοι οὐ μακρὰν τῆς Ζακύνθου, αἵτινες ἐνομίζοντὸ ποτε ἐπιπλέουσαι, πρβλ. Θουκ. 2 ἐν τέλ.· ἐν παλαιοτέροις χρόνοις ἐκαλοῦντο Πλωταί, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 295· - πρβλ. Σποράδες, Κυκλάδες.
|lstext='''στροφάς''': -άδος, ὁ, ἡ, ([[στρέφω]]) ὁ περιστρεφόμενος ὁλόγυρα, περιδινούμενος, περιφερόμενος κυκλικῶς, ἐπὶ τῶν ἀστερισμῶν, ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι, ἡ κυκλικὴ τροχιὰ τῆς Ἄρκτου, Σοφ. Τρ. 131, ([[οὕτως]], ἄρκτου στροφαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 379)· πρβλ. Διον. Π. 594· - [[ἄελλα]] στρ., ἀνεμοστρόβιλος, Ὀρφ. Ἀργ. 675· - ἐπὶ τῶν γεράνων ἐπανερχομένων, Ἄρατ. 1032· ἐπὶ ἰχθύων, στροφάδες περὶ πέτρην Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 319Β. ΙΙ. Στροφάδες (ἐξυπακ. νῆσοι), αἱ, αἱ περιστρεφόμεναι, μικραί τινες νῆσοι οὐ μακρὰν τῆς Ζακύνθου, αἵτινες ἐνομίζοντὸ ποτε ἐπιπλέουσαι, πρβλ. Θουκ. 2 ἐν τέλ.· ἐν παλαιοτέροις χρόνοις ἐκαλοῦντο Πλωταί, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 295· - πρβλ. Σποράδες, Κυκλάδες.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />qui se meut en tournant ; circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για αστερισμό) ο περιστρεφόμενος κυκλικώς («ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι» — κυκλική [[τροχιά]] του αστερισμού της Άρκτου, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρισμός]] ψαριών που στρέφονται [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>στον πληθ.</b> <i>στροφάδες</i><br />«σκώληκες»<br /><b>4.</b> (στον πληθ. και ως τόπων.) <i>αἱ Στροφάδες</i><br />(ενν. <i>νήσοι</i>) μικρά νησιά [[κοντά]] στη Ζάκυνθο, που ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] νόμιζαν ότι [[κάποτε]] επέπλεαν στη [[θάλασσα]] και περιστρέφονταν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] ή [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τροχ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=-[[άδος]], ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για αστερισμό) ο περιστρεφόμενος κυκλικώς («ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι» — κυκλική [[τροχιά]] του αστερισμού της Άρκτου, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρισμός]] ψαριών που στρέφονται [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>στον πληθ.</b> <i>στροφάδες</i><br />«σκώληκες»<br /><b>4.</b> (στον πληθ. και ως τόπων.) <i>αἱ Στροφάδες</i><br />(ενν. <i>νήσοι</i>) μικρά νησιά [[κοντά]] στη Ζάκυνθο, που ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] νόμιζαν ότι [[κάποτε]] επέπλεαν στη [[θάλασσα]] και περιστρέφονταν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] ή [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[τροχάς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στροφάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[στρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιστρέφεται, που περιδινίζεται, <i>Ἄρκτον στροφάδες κέλευθοι</i>, κυκλική [[τροχιά]] της άρκτου, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Στροφάδες</i> (ενν. <i>νῆσοι</i>), <i>αἱ</i>, Περιστρεφόμενα νησιά, [[συστάδα]] μικρών νησιών κοντά στη Ζάκυνθο, που θεωρούνταν ότι [[κάποτε]] επέπλεαν στο [[νερό]].
|lsmtext='''στροφάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[στρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιστρέφεται, που περιδινίζεται, <i>Ἄρκτον στροφάδες κέλευθοι</i>, κυκλική [[τροχιά]] της άρκτου, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Στροφάδες</i> (ενν. <i>νῆσοι</i>), <i>αἱ</i>, Περιστρεφόμενα νησιά, [[συστάδα]] μικρών νησιών κοντά στη Ζάκυνθο, που θεωρούνταν ότι [[κάποτε]] επέπλεαν στο [[νερό]].
}}
{{elnl
|elnltext=στροφάς -άδος [στρέφω] ronddraaiend, die in een cirkel beweegt.
}}
{{elru
|elrutext='''στροφάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f кругообразная, круговая (Ἄρκτου κέλευθοι Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στροφάς]], άδος, [[στρέφω]]<br /><b class="num">I.</b> [[turning]] [[round]], Ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι the Bear's revolving [[path]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> Στροφάδες (sc. νῆσοἰ, αἱ, the drifting isles, a [[group]] not far from [[Zacynthus]], supposed to [[have]] been [[once]] floating.
|mdlsjtxt=[[στροφάς]], άδος, [[στρέφω]]<br /><b class="num">I.</b> [[turning]] [[round]], Ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι the Bear's revolving [[path]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> Στροφάδες (''[[sc.]]'' νῆσοἰ, αἱ, the drifting isles, a [[group]] not far from [[Zacynthus]], supposed to [[have]] been [[once]] floating.
}}
}}

Latest revision as of 10:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφάς Medium diacritics: στροφάς Low diacritics: στροφάς Capitals: ΣΤΡΟΦΑΣ
Transliteration A: strophás Transliteration B: strophas Transliteration C: strofas Beta Code: strofa/s

English (LSJ)

στροφάδος, ὁ, ἡ, (στρέφω)
A turning round, revolving, circling, of the constellations, ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι the Bear's circling paths, S.Tr.131 (lyr.), cf. D.P.594; στροφάδεσσιν ἀέλλαις whirlwinds, Orph.A.677; of cranes on their return, Arat.1032; of fish, στροφάδες παρὰ πέτρην Numen. ap. Ath.7.319b; of worms, Hsch.
II Στροφάδες (sc. νῆσοι), αἱ, the Drifting Isles, a group not far from Zacynthus, supposed to have been once floating, Apollod.1.9.21, Str. 8.4.2, St.Byz.

German (Pape)

[Seite 956] άδος, ὁ, ἡ, sich umdrehend, wendend; ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι, Soph. Trach. 131, die Kreisläufe, welche der Bär am Himmel beschreibt; vgl. D. Per. 594; – ἄελλα, Wirbelwind, Orph. Arg. 675; – von den rückkehrenden Kranichen, A rat. 1032; – στροφάδες παρὰ πέτρην φυκίδες, Numen. bei Ath. VII, 319 c, die sich dabei aufhalten; – αἱ Στροφάδες, sc. νῆσοι, s. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
qui se meut en tournant ; circulaire.
Étymologie: στρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροφάς -άδος [στρέφω] ronddraaiend, die in een cirkel beweegt.

Russian (Dvoretsky)

στροφάς: άδος (ᾰδ) adj. f кругообразная, круговая (Ἄρκτου κέλευθοι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

στροφάς: -άδος, ὁ, ἡ, (στρέφω) ὁ περιστρεφόμενος ὁλόγυρα, περιδινούμενος, περιφερόμενος κυκλικῶς, ἐπὶ τῶν ἀστερισμῶν, ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι, ἡ κυκλικὴ τροχιὰ τῆς Ἄρκτου, Σοφ. Τρ. 131, (οὕτως, ἄρκτου στροφαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 379)· πρβλ. Διον. Π. 594· - ἄελλα στρ., ἀνεμοστρόβιλος, Ὀρφ. Ἀργ. 675· - ἐπὶ τῶν γεράνων ἐπανερχομένων, Ἄρατ. 1032· ἐπὶ ἰχθύων, στροφάδες περὶ πέτρην Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 319Β. ΙΙ. Στροφάδες (ἐξυπακ. νῆσοι), αἱ, αἱ περιστρεφόμεναι, μικραί τινες νῆσοι οὐ μακρὰν τῆς Ζακύνθου, αἵτινες ἐνομίζοντὸ ποτε ἐπιπλέουσαι, πρβλ. Θουκ. 2 ἐν τέλ.· ἐν παλαιοτέροις χρόνοις ἐκαλοῦντο Πλωταί, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 295· - πρβλ. Σποράδες, Κυκλάδες.

Greek Monolingual

-άδος, ό, ἡ, Α
1. (ιδίως για αστερισμό) ο περιστρεφόμενος κυκλικώς («ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι» — κυκλική τροχιά του αστερισμού της Άρκτου, Σοφ.)
2. χαρακτηρισμός ψαριών που στρέφονται γύρω από κάτι
3. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. στροφάδες
«σκώληκες»
4. (στον πληθ. και ως τόπων.) αἱ Στροφάδες
(ενν. νήσοι) μικρά νησιά κοντά στη Ζάκυνθο, που ονομάστηκαν έτσι επειδή νόμιζαν ότι κάποτε επέπλεαν στη θάλασσα και περιστρέφονταν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. τροχάς)].

Greek Monotonic

στροφάς: -άδος, ὁ, ἡ (στρέφω),
I. αυτός που περιστρέφεται, που περιδινίζεται, Ἄρκτον στροφάδες κέλευθοι, κυκλική τροχιά της άρκτου, σε Σοφ.
II. Στροφάδες (ενν. νῆσοι), αἱ, Περιστρεφόμενα νησιά, συστάδα μικρών νησιών κοντά στη Ζάκυνθο, που θεωρούνταν ότι κάποτε επέπλεαν στο νερό.

Middle Liddell

στροφάς, άδος, στρέφω
I. turning round, Ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι the Bear's revolving path, Soph.
II. Στροφάδες (sc. νῆσοἰ, αἱ, the drifting isles, a group not far from Zacynthus, supposed to have been once floating.