συντιτρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntitrosko
|Transliteration C=syntitrosko
|Beta Code=suntitrw/skw
|Beta Code=suntitrw/skw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wound]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.1.18</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>63</span>; of ships, [[disable]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Alc.</span>27</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[wound at the same time]], <b class="b3">τὰ συντιτρωσκόμενα</b> (sc. <b class="b3">τοῖς ὀστέοις</b>) νεῦρα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>35</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[wound]], X.''HG''3.1.18, Plu.''Alex.''63; of ships, [[disable]], Id.''Alc.''27.<br><span class="bld">II</span> [[wound at the same time]], <b class="b3">τὰ συντιτρωσκόμενα</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τοῖς ὀστέοις</b>) νεῦρα Hp.''Fract.''35.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συντιτρώσκω''': εἰς πολλὰ μέρη [[τιτρώσκω]], αὐτόν τε συνέτρωσαν καὶ δύο ἀπέκτειναν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18, Πλουτ. Ἀλέξ. 63· ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 27. ΙΙ. [[τιτρώσκω]] [[ὁμοῦ]] ἢ συγχρόνως, τὰ συντιτρωσκόμενα (ἐξυπακουομ. τοῖς ὀστέοις) [[νεῦρα]] Ἱππ. π. Ἀγμ. 775.
|btext=[[blesser qqn en plusieurs endroits à la fois]], [[couvrir de blessures]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τιτρώσκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-τιτρώσκω met acc. v. pers. zwaar verwonden; met acc. v. zaken zware schade toebrengen aan. tegelijkertijd zwaar beschadigen. Hp. Fract. 35.
}}
{{pape
|ptext=([[τιτρώσκω]]), <i>mit [[verwunden]], mit mehreren [[Wunden]]</i>; Xen. <i>Hell</i>. 3.1.18; Plut. <i>Alex</i>. 63 und [[öfter]], und andere Spätere
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τιτρώσκω]].
|elrutext='''συντιτρώσκω:'''<br /><b class="num">1</b> [[покрывать ранами]], [[изранивать]] (ξίφεσι καὶ δόρασί τινα Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[покрывать пробоинами]], [[сильно повреждать]] (τὰς [[ναῦς]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]] σε [[πολλά]] συγχρόνως [[σημεία]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πλοία) [[επιφέρω]] [[σύγκρουση]] και, [[κατά]] [[συνέπεια]], [[προξενώ]] ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συντιτρώσκομαι</i><br />τραυματίζομαι συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῑς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τιτρώσκω]] «[[τρώγω]], [[πληγώνω]], [[σκοτώνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]] σε [[πολλά]] συγχρόνως [[σημεία]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πλοία) [[επιφέρω]] [[σύγκρουση]] και, [[κατά]] [[συνέπεια]], [[προξενώ]] ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῦς καὶ συνετίτρωσκε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συντιτρώσκομαι</i><br />τραυματίζομαι συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῖς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τιτρώσκω]] «[[τρώγω]], [[πληγώνω]], [[σκοτώνω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συντιτρώσκω:''' μέλ. -[[τρώσω]], [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]] κάποιον σε [[πολλά]] [[σημεία]] του σώματός του, σε Ξεν.
|lsmtext='''συντιτρώσκω:''' μέλ. -[[τρώσω]], [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]] κάποιον σε [[πολλά]] [[σημεία]] του σώματός του, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συντιτρώσκω:'''<br /><b class="num">1)</b> покрывать ранами, изранивать (ξίφεσι καὶ δόρασί τινα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> покрывать пробоинами, сильно повреждать (τὰς [[ναῦς]] Plut.).
|lstext='''συντιτρώσκω''': εἰς πολλὰ μέρη [[τιτρώσκω]], αὐτόν τε συνέτρωσαν καὶ δύο ἀπέκτειναν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18, Πλουτ. Ἀλέξ. 63· ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 27. ΙΙ. [[τιτρώσκω]] [[ὁμοῦ]] ἢ συγχρόνως, τὰ συντιτρωσκόμενα (ἐξυπακουομ. τοῖς ὀστέοις) [[νεῦρα]] Ἱππ. π. Ἀγμ. 775.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-τιτρώσκω met acc. v. pers. zwaar verwonden; met acc. v. zaken zware schade toebrengen aan. tegelijkertijd zwaar beschadigen. Hp. Fract. 35.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[τρώσω]]<br />to [[wound]] in [[many]] places, Xen.
|mdlsjtxt=fut. -[[τρώσω]]<br />to [[wound]] in [[many]] places, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντιτρώσκω Medium diacritics: συντιτρώσκω Low diacritics: συντιτρώσκω Capitals: ΣΥΝΤΙΤΡΩΣΚΩ
Transliteration A: syntitrṓskō Transliteration B: syntitrōskō Transliteration C: syntitrosko Beta Code: suntitrw/skw

English (LSJ)

A wound, X.HG3.1.18, Plu.Alex.63; of ships, disable, Id.Alc.27.
II wound at the same time, τὰ συντιτρωσκόμενα (sc. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Hp.Fract.35.

French (Bailly abrégé)

blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.
Étymologie: σύν, τιτρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τιτρώσκω met acc. v. pers. zwaar verwonden; met acc. v. zaken zware schade toebrengen aan. tegelijkertijd zwaar beschadigen. Hp. Fract. 35.

German (Pape)

(τιτρώσκω), mit verwunden, mit mehreren Wunden; Xen. Hell. 3.1.18; Plut. Alex. 63 und öfter, und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

συντιτρώσκω:
1 покрывать ранами, изранивать (ξίφεσι καὶ δόρασί τινα Plut.);
2 покрывать пробоинами, сильно повреждать (τὰς ναῦς Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία
2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῦς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.)
3. παθ. συντιτρώσκομαι
τραυματίζομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῖς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τιτρώσκω «τρώγω, πληγώνω, σκοτώνω»].

Greek Monotonic

συντιτρώσκω: μέλ. -τρώσω, τραυματίζω, πληγώνω κάποιον σε πολλά σημεία του σώματός του, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συντιτρώσκω: εἰς πολλὰ μέρη τιτρώσκω, αὐτόν τε συνέτρωσαν καὶ δύο ἀπέκτειναν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18, Πλουτ. Ἀλέξ. 63· ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 27. ΙΙ. τιτρώσκω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, τὰ συντιτρωσκόμενα (ἐξυπακουομ. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Ἱππ. π. Ἀγμ. 775.

Middle Liddell

fut. -τρώσω
to wound in many places, Xen.