ἄγραυλος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=agravlos | |Transliteration C=agravlos | ||
|Beta Code=a)/graulos | |Beta Code=a)/graulos | ||
|Definition= | |Definition=ἄγραυλον, ([[ἀγρός]], [[αὐλή]])<br><span class="bld">A</span> [[dwelling in the field]], of shepherds, Il.18.162, Hes.''Th.''26, A.R.4.317, Megasth.40; [[epithet]] of Pan, ''AP''6.179 (Arch.); <b class="b3">ἄ. ἀνήρ</b> a [[boor]], ib. 11.60 (Paul. Sil.).<br><span class="bld">2</span> of oxen, βοὸς ἀγραύλοιο Il.10.155, Od.12.253; θήρ [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''349 (lyr.), E.''Ba.''1188 (lyr.), etc.<br><span class="bld">3</span> of things, [[rustic]], πύλαι Id.''El.''342. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de anim. [[que vive en el campo]], [[que viveal aire libre]] gener. de bovinos [[campestre]], [[campero]] [[βοῦς]] <i>Il</i>.10.155, 17.521, 23.780, 24.81, <i>Od</i>.12.253, <i>h.Merc</i>.262, 272, πόριες <i>Od</i>.10.410, por sinéc. ἄγραυλα κέρατα E.<i>Io</i> 882, cf. ἄγραυλα γένη dud. en S.<i>Fr</i>.1133.45.3 (ap. crít.)<br /><b class="num">•</b> [[montaraz]], [[salvaje]] [[θήρ]] S.<i>Ant</i>.349, E.<i>Ba</i>.1188.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[que vive en el campo]], [[que vive al aire libre]], [[rústico]] ποιμένες <i>Il</i>.18.162, Hes.<i>Th</i>.26, cf. A.<i>Fr</i>.25e.8, <i>h.Merc</i>.286, A.R.4.317, κυνηγητῆρες Man.4.337, de Pan <i>AP</i> 6.179 (Arch.)<br /><b class="num">•</b> c. sent. peyor. ἄ. [[ἀνήρ]] = <i>hombre rústico</i>, patán</i>, <i>AP</i> 11.60 (Paul.Sil.)<br /><b class="num">•</b> subst. οἱ ἄ. [[pastores]] Nic.<i>Th</i>.473.<br /><b class="num">3</b> de cosas [[rústico]] πύλαι E.<i>El</i>.342, [[δέπας]] Nonn.<i>D</i>.15.18, [[ἀοιδή]] Nonn.<i>D</i>.47.105. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0022.png Seite 22]] H. h. Merc. 412 findet sich als v. l. auch ἀγραύλη ([[αὐλή]]), auf dem Felde, im Freien wohnend, hausend. Hom. öfter βοὸς ἀγραύλοιο, z. B. Iliad. 10, 155; ἄγραυλοι πόριες Odyss. 10, 410; ποιμένες ἄγραυλοι Iliad. 18, 162; wie μηλοβοτῆρες H. Merc. 286; θήρ Soph. Ant. 348 u. Sp. Auch von Sachen, ländlich, Eur. El. 342. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0022.png Seite 22]] H. h. Merc. 412 findet sich als [[varia lectio|v.l.]] auch ἀγραύλη ([[αὐλή]]), auf dem Felde, im Freien wohnend, hausend. Hom. öfter βοὸς ἀγραύλοιο, z. B. Iliad. 10, 155; ἄγραυλοι πόριες Odyss. 10, 410; ποιμένες ἄγραυλοι Iliad. 18, 162; wie μηλοβοτῆρες H. Merc. 286; θήρ Soph. Ant. 348 u. Sp. Auch von Sachen, ländlich, Eur. El. 342. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui demeure]], [[qui passe la nuit aux champs]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]], [[αὐλή]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄγραυλος:'''<br /><b class="num">1</b> [[живущий в поле]], [[ночующий под открытым небом]] ([[βοῦς]], ποιμένες Hom.; μηλοβοτῆρες HH; [[θήρ]] Soph.; [[Πάν]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[деревенский]], [[сельский]]: ἄγραυλοι πύλαι Eur. деревенский дом; ἄ. [[ἀνήρ]] Anth. поселянин. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄγραυλος''': -ον, ([[ἀγρός]], αὐλὴ) ὁ μένων ἐν τοῖς ἀγροῖς, διάγων ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐπὶ ποιμένων, Ἰλ. Σ. 162, Ἡσ. Θ. 26, Ἀπολλ. Ρόδ. 4, 317· οὕτω καὶ ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 179· [[ἀλλά]], ἄγρ. [[ἀνήρ]], [[ἄγροικος]], αὐτ. 11. 60. 2) σύνηθες ἐπίθετον τῶν βοῶν, βοὸς ἀγραύλοιο, Ἰλ. Κ. 155, Ρ. 251, Ὀδ. Μ. 253· θήρ, Σοφ. Ἀντ. 349 (λυρ.), Εὐρ. Βάκχ. 1187 κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ἀγρόν, ἀγροτικόν, πύλαι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 342 | |lstext='''ἄγραυλος''': -ον, ([[ἀγρός]], [[αὐλὴ]]) ὁ μένων ἐν τοῖς ἀγροῖς, διάγων ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐπὶ ποιμένων, Ἰλ. Σ. 162, Ἡσ. Θ. 26, Ἀπολλ. Ρόδ. 4, 317· οὕτω καὶ ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 179· [[ἀλλά]], ἄγρ. [[ἀνήρ]], [[ἄγροικος]], αὐτ. 11. 60. 2) σύνηθες ἐπίθετον τῶν βοῶν, βοὸς ἀγραύλοιο, Ἰλ. Κ. 155, Ρ. 251, Ὀδ. Μ. 253· θήρ, Σοφ. Ἀντ. 349 (λυρ.), Εὐρ. Βάκχ. 1187 κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ἀγρόν, ἀγροτικόν, πύλαι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 342. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄγραυλος:''' -ον ([[ἀγρός]], [[αὐλή]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που διαμένει στους αγρούς, λέγεται για τους βοσκούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· [[ἄγραυλος]] [[ἀνήρ]], [[αγροίκος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τα βόδια, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης λέγεται για πράγματα, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], [[χωριάτικος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἄγραυλος:''' -ον ([[ἀγρός]], [[αὐλή]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που διαμένει στους αγρούς, λέγεται για τους βοσκούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· [[ἄγραυλος]] [[ἀνήρ]], [[αγροίκος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τα βόδια, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης λέγεται για πράγματα, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], [[χωριάτικος]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[rural]], [[rustic]] | |woodrun=[[rural]], [[rustic]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού μένει στούς ἀγρούς). Σύνθετη λέξη → [[ἀγρός]]+[[αὐλή]]. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀγραυλέω]] (=ζῶ στούς ἀγρούς), [[ἀγραυλία]] (=ἡ κατάσταση τοῦ ἄγραυλου). Ἡ Ἄγραυλος ἤ Ἄγλαυρος ἦταν [[κόρη]] τοῦ Ἀκταίου, τοῦ πρώτου βασιλιά τῆς Ἀττικῆς καί γυναίκα τοῦ Κέκροπα. Ἀπόχτησε μαζί του τόν Ἐρυσίχθονα καί κόρες τήν Ἄγλαυρο, Ἔρση καί Πάνδροσο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 13 November 2024
English (LSJ)
ἄγραυλον, (ἀγρός, αὐλή)
A dwelling in the field, of shepherds, Il.18.162, Hes.Th.26, A.R.4.317, Megasth.40; epithet of Pan, AP6.179 (Arch.); ἄ. ἀνήρ a boor, ib. 11.60 (Paul. Sil.).
2 of oxen, βοὸς ἀγραύλοιο Il.10.155, Od.12.253; θήρ S.Ant.349 (lyr.), E.Ba.1188 (lyr.), etc.
3 of things, rustic, πύλαι Id.El.342.
Spanish (DGE)
-ον
1 de anim. que vive en el campo, que viveal aire libre gener. de bovinos campestre, campero βοῦς Il.10.155, 17.521, 23.780, 24.81, Od.12.253, h.Merc.262, 272, πόριες Od.10.410, por sinéc. ἄγραυλα κέρατα E.Io 882, cf. ἄγραυλα γένη dud. en S.Fr.1133.45.3 (ap. crít.)
• montaraz, salvaje θήρ S.Ant.349, E.Ba.1188.
2 de pers. que vive en el campo, que vive al aire libre, rústico ποιμένες Il.18.162, Hes.Th.26, cf. A.Fr.25e.8, h.Merc.286, A.R.4.317, κυνηγητῆρες Man.4.337, de Pan AP 6.179 (Arch.)
• c. sent. peyor. ἄ. ἀνήρ = hombre rústico, patán, AP 11.60 (Paul.Sil.)
• subst. οἱ ἄ. pastores Nic.Th.473.
3 de cosas rústico πύλαι E.El.342, δέπας Nonn.D.15.18, ἀοιδή Nonn.D.47.105.
German (Pape)
[Seite 22] H. h. Merc. 412 findet sich als v.l. auch ἀγραύλη (αὐλή), auf dem Felde, im Freien wohnend, hausend. Hom. öfter βοὸς ἀγραύλοιο, z. B. Iliad. 10, 155; ἄγραυλοι πόριες Odyss. 10, 410; ποιμένες ἄγραυλοι Iliad. 18, 162; wie μηλοβοτῆρες H. Merc. 286; θήρ Soph. Ant. 348 u. Sp. Auch von Sachen, ländlich, Eur. El. 342.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui demeure, qui passe la nuit aux champs.
Étymologie: ἀγρός, αὐλή.
Russian (Dvoretsky)
ἄγραυλος:
1 живущий в поле, ночующий под открытым небом (βοῦς, ποιμένες Hom.; μηλοβοτῆρες HH; θήρ Soph.; Πάν Anth.);
2 деревенский, сельский: ἄγραυλοι πύλαι Eur. деревенский дом; ἄ. ἀνήρ Anth. поселянин.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγραυλος: -ον, (ἀγρός, αὐλὴ) ὁ μένων ἐν τοῖς ἀγροῖς, διάγων ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐπὶ ποιμένων, Ἰλ. Σ. 162, Ἡσ. Θ. 26, Ἀπολλ. Ρόδ. 4, 317· οὕτω καὶ ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 179· ἀλλά, ἄγρ. ἀνήρ, ἄγροικος, αὐτ. 11. 60. 2) σύνηθες ἐπίθετον τῶν βοῶν, βοὸς ἀγραύλοιο, Ἰλ. Κ. 155, Ρ. 251, Ὀδ. Μ. 253· θήρ, Σοφ. Ἀντ. 349 (λυρ.), Εὐρ. Βάκχ. 1187 κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ἀγρόν, ἀγροτικόν, πύλαι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 342.
English (Autenrieth)
(ἀγρός, αὐλή): lying in the field (passing the night out-doors), βοῦς, πόριες, ποιμένες.
Greek Monotonic
ἄγραυλος: -ον (ἀγρός, αὐλή),
1. αυτός που διαμένει στους αγρούς, λέγεται για τους βοσκούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ἄγραυλος ἀνήρ, αγροίκος, σε Ανθ.
2. λέγεται για τα βόδια, σε Όμηρ. κ.λπ.
3. επίσης λέγεται για πράγματα, αγροτικός, εξοχικός, χωριάτικος, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἀγρός αὐλή
1. dwelling in the field, of shepherds, Il., Hes.; ἄγρ. ἀνήρ a boor, Anth.
2. of oxen, Hom., etc.
3. of things, rural, rustic, Eur.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού μένει στούς ἀγρούς). Σύνθετη λέξη → ἀγρός+αὐλή. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγραυλέω (=ζῶ στούς ἀγρούς), ἀγραυλία (=ἡ κατάσταση τοῦ ἄγραυλου). Ἡ Ἄγραυλος ἤ Ἄγλαυρος ἦταν κόρη τοῦ Ἀκταίου, τοῦ πρώτου βασιλιά τῆς Ἀττικῆς καί γυναίκα τοῦ Κέκροπα. Ἀπόχτησε μαζί του τόν Ἐρυσίχθονα καί κόρες τήν Ἄγλαυρο, Ἔρση καί Πάνδροσο.