ἠχώδης: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ichodis | |Transliteration C=ichodis | ||
|Beta Code=h)xw/dhs | |Beta Code=h)xw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ἠχῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[sonorous]], of the hexameter, Demetr.''Eloc.''42.<br><span class="bld">2</span> neut. pl. as [[substantive]], [[ringing in the ears]], Hp.''Coac.''163.<br><span class="bld">3</span> [[full of sounds]], τῆς ἡμέρας -εστέρα ἡ νύξ Plu.2.720c; <b class="b3">τὸ τῆς νυκτὸς ἠ.</b> Id.''Arat.''22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1180.png Seite 1180]] ες, schallend, tönend, hallend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1180.png Seite 1180]] ες, schallend, tönend, hallend, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠχώδης:''' [[звучный]], [[дающий отголосок]]: τὸ τῆς νυκτὸς ἠχῶδες Plut. гулкая тишина ночи. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠχώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για το εξάμετρο) [[ηχηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί ήχο, [[βόμβο]] στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο<br /><b>3.</b> αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη [[αντίληψη]] του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωδης</i> ( | |mltxt=[[ἠχώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για το εξάμετρο) [[ηχηρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί ήχο, [[βόμβο]] στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο<br /><b>3.</b> αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη [[αντίληψη]] του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωδης</i> ([[πρβλ]]. [[δυσώδης]], [[ευώδης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
ἠχῶδες,
A sonorous, of the hexameter, Demetr.Eloc.42.
2 neut. pl. as substantive, ringing in the ears, Hp.Coac.163.
3 full of sounds, τῆς ἡμέρας -εστέρα ἡ νύξ Plu.2.720c; τὸ τῆς νυκτὸς ἠ. Id.Arat.22.
German (Pape)
[Seite 1180] ες, schallend, tönend, hallend, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἠχώδης: звучный, дающий отголосок: τὸ τῆς νυκτὸς ἠχῶδες Plut. гулкая тишина ночи.
Greek (Liddell-Scott)
ἠχώδης: -ες, (εἶδος) ἠχῶν, ἠχηρός, ἐπὶ τοῦ ἑξαμέτρου, Δημ. Φαλ. 42. 2) προξενῶν βόμβον εἰς τὰ ὦτα, Ἱππ. 145C.
Greek Monolingual
ἠχώδης, -ες (Α)
1. (για το εξάμετρο) ηχηρός
2. αυτός που προξενεί ήχο, βόμβο στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο
3. αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη αντίληψη του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -ωδης (πρβλ. δυσώδης, ευώδης)].