ἱεροκῆρυξ: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἱεροκῆρῠξ | ||
|Medium diacritics=ἱεροκῆρυξ | |Medium diacritics=ἱεροκῆρυξ | ||
|Low diacritics=ιεροκήρυξ | |Low diacritics=ιεροκήρυξ | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ierokiryks | |Transliteration C=ierokiryks | ||
|Beta Code=i(erokh=ruc | |Beta Code=i(erokh=ruc | ||
|Definition=ῡκος, ὁ, | |Definition=ῡκος, ὁ, [[herald]] or [[attendant]] at a [[sacrifice]], D.59.78, Herm.Hist.2, prob. in IG12.6.89, cf. Supp.Epigr.2.258.23 (Delph., iii B.C.), SIG577.33 (Milet., iii/ii B.C.), OGI332.43 (Elaea, ii B.C.), etc.: Dor. [[ἱεροκᾶρυξ]] IG12(1).155.31 (Rhodes, ii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υκος (ὁ) :<br />héraut des sacrifices, héraut sacré.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[κῆρυξ]]. | |btext=υκος (ὁ) :<br />[[héraut des sacrifices]], [[héraut sacré]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[κῆρυξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{pape | ||
| | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1241.png Seite 1241]] υκος, ὁ, Opferherold, Opferdiener; Dem. 59, 78; Hermias Ath. IV, 149 e; Inscr., die auch das Verbum [[ἱεροκηρυκέω]] haben. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἱεροκῆρυξ:''' ῡκος ὁ глашатай или служитель при жертвоприношениях Dem. | |elrutext='''ἱεροκῆρυξ:''' ῡκος ὁ [[глашатай]] или [[служитель]] при жертвоприношениях Dem. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱεροκῆρυξ]], -υκος, Α δωρ. τ. [[ἱεροκᾶρυξ]])<br />αυτός που κηρύσσει τον [[θείο]] λόγο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχιμανδρίτης]], [[πρεσβύτερος]] ή [[λαϊκός]] [[θεολόγος]], [[εντεταλμένος]] από την εκκλησιαστική [[αρχή]] να κηρύσσει τον λόγο του θεού<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήρυκας]] ή [[υπηρέτης]] σε [[θυσία]] («[[βούλομαι]] δ' ὑμῖν καὶ τὸν ἱεροκήρυκα καλέσαι», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κήρυξ]]. Η λ. ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που κηρύσσει τον [[θείο]] λόγο]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἱεροκήρυξ''': -ῡκος, ὁ, ὁ κήρυξ ἢ [[ὑπηρέτης]] ἐν θυσίᾳ, Δημ. 1371. 16, Ἑρμίας παρ’ Ἀθην. 149Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 184,-5,-8b, 190-4, κ. ἀλλ.· Δωρ. [[ἱεροκάρυξ]], ὁ αὐτ. 2525b. 31. ― Ἐν τῇ Ἐκκλησιαστ. γλώσσῃ, τὸ [[ἱεροκήρυξ]] τίθεται ἐπὶ τῶν ἱερῶν συγγγραφέων, [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ τῶν κηρυττόντων τὸν [[θεῖον]] λόγον ἐν τοῖς Χριστιανικοῖς ναοῖς, Ἀριστέας 21, Μεθόδ. 348Α, Εὐστ. Ἀντ. 613Α, Διδ. Ἀλ. 553Β, Συνέσ. 1413Α. | |||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἱερο-[[κῆρυξ]], ῡκος, ὁ,<br />the [[herald]] at a [[sacrifice]], Dem. | |mdlsjtxt=ἱερο-[[κῆρυξ]], ῡκος, ὁ,<br />the [[herald]] at a [[sacrifice]], Dem. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱεροκῆρυξ:''' -ῡκος, ὁ, [[κήρυκας]] ή [[υπηρέτης]] σε [[θυσία]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:45, 8 January 2023
English (LSJ)
ῡκος, ὁ, herald or attendant at a sacrifice, D.59.78, Herm.Hist.2, prob. in IG12.6.89, cf. Supp.Epigr.2.258.23 (Delph., iii B.C.), SIG577.33 (Milet., iii/ii B.C.), OGI332.43 (Elaea, ii B.C.), etc.: Dor. ἱεροκᾶρυξ IG12(1).155.31 (Rhodes, ii B.C.).
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ) :
héraut des sacrifices, héraut sacré.
Étymologie: ἱερός, κῆρυξ.
German (Pape)
[Seite 1241] υκος, ὁ, Opferherold, Opferdiener; Dem. 59, 78; Hermias Ath. IV, 149 e; Inscr., die auch das Verbum ἱεροκηρυκέω haben.
Russian (Dvoretsky)
ἱεροκῆρυξ: ῡκος ὁ глашатай или служитель при жертвоприношениях Dem.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱεροκῆρυξ, -υκος, Α δωρ. τ. ἱεροκᾶρυξ)
αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο
νεοελλ.
αρχιμανδρίτης, πρεσβύτερος ή λαϊκός θεολόγος, εντεταλμένος από την εκκλησιαστική αρχή να κηρύσσει τον λόγο του θεού
αρχ.
κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσία («βούλομαι δ' ὑμῖν καὶ τὸν ἱεροκήρυκα καλέσαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + κήρυξ. Η λ. ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που κηρύσσει τον θείο λόγο].
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροκήρυξ: -ῡκος, ὁ, ὁ κήρυξ ἢ ὑπηρέτης ἐν θυσίᾳ, Δημ. 1371. 16, Ἑρμίας παρ’ Ἀθην. 149Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 184,-5,-8b, 190-4, κ. ἀλλ.· Δωρ. ἱεροκάρυξ, ὁ αὐτ. 2525b. 31. ― Ἐν τῇ Ἐκκλησιαστ. γλώσσῃ, τὸ ἱεροκήρυξ τίθεται ἐπὶ τῶν ἱερῶν συγγγραφέων, ὡσαύτως καὶ ἐπὶ τῶν κηρυττόντων τὸν θεῖον λόγον ἐν τοῖς Χριστιανικοῖς ναοῖς, Ἀριστέας 21, Μεθόδ. 348Α, Εὐστ. Ἀντ. 613Α, Διδ. Ἀλ. 553Β, Συνέσ. 1413Α.
Middle Liddell
ἱερο-κῆρυξ, ῡκος, ὁ,
the herald at a sacrifice, Dem.