τόρμα: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=torma | |Transliteration C=torma | ||
|Beta Code=to/rma | |Beta Code=to/rma | ||
|Definition=ης, ἡ, < | |Definition=ης, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[wheel-rut]], Lyc.262 (= <b class="b3">τὸ χάραγμα τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ</b> Sch.):—<b class="b3">τόρμη· εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας</b> ([[δρόμος]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[socket]], [[joint]], βουβῶνος ἐν τόρμαισι Lyc. 487. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ης, ἡ,
A wheel-rut, Lyc.262 (= τὸ χάραγμα τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ Sch.):—τόρμη· εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας (δρόμος), Hsch.
II socket, joint, βουβῶνος ἐν τόρμαισι Lyc. 487.
German (Pape)
[Seite 1130] ἡ, = Folgdm, bei Lyc. 262.
Greek (Liddell-Scott)
τόρμᾰ: παρ’ Ἡσυχ. τόρμη, ἡ, τέρμα, ἡ καμπὴ καὶ ἡ ὕσπληγξ ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ, τόρμαν «λέγει αὐτὸ τὸ χάραγμα τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 262, 487.
Greek Monolingual
και τόρμη, ἡ, Α
1. τροχιά άμαξας, το ίχνος που αφήνει ο τροχός στο έδαφος
2. άρθρωση συναρμογή («βουβῶνος ἐν τόρμαισι», Λυκόφρ)
3. (στην Κρήτη) περιοχή χώρας ή πόλης
4. (κατά τον Ησύχ.) «εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας (δρόμος)».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος ο οποίος συνδέεται με τη λ. τόρμος (για ετυμολ. βλ. λ. τόρμος). Ορισμένες, όμως, χρήσεις της λ. σχετικές με τους αγώνες δρόμου και τη στροφή στο τέρμα του δρόμου (πρβλ. τις σημ. ευθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφὴ και σύμπας ή ὁ δρόμος ὁἐν τῷ ἱπποδρόμῳ ἤἡ καμπὴ ἤἡ ὕσπληξ ή τόρμη
νύσσα, καμπτήρ) παραμένουν δυσερμήνευτες και θα μπορούσαν πιθ. να οδηγήσουν στον διαχωρισμό της λ. τόρμη από το τόρμος και στη σύνδεσή της με τη λ. τέρμα.