στημόνιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stimonion
|Transliteration C=stimonion
|Beta Code=sthmo/nion
|Beta Code=sthmo/nion
|Definition=τό, Dim. of <span class="sense"><span class="bld">A</span> στήμων ''1'', <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1265b20</span>, <span class="bibl">Max.Tyr.21.3</span>: [[στημόνια]] is [[varia lectio|v.l.]] for [[στήμονα]] in <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>169.7</span>.</span>
|Definition=τό, ''Dim. of'' [[στήμων]] ''1'', [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1265b20, Max.Tyr.21.3: [[στημόνια]] is [[varia lectio|v.l.]] for [[στήμονα]] in Apollod.''Poliorc.''169.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0941.png Seite 941]] τό, dim. von [[στήμων]], Arist. polit. 2, 6 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0941.png Seite 941]] τό, dim. von [[στήμων]], Arist. polit. 2, 6 u. Sp.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στημόνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στήμων]] (σημασ. Ι), Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 14. 2) πληθ., ἐν πλέγματι, τὰ [[ὄρθια]] ξύλα εἰς ἃ τὰ εὔκαμπτα κλωνάρια ἐμπλέκονται, Ἀρχ. Μαθ. 30.
|elnltext=στημόνιον -ου, τό, demin. van στήμων, kleine schering.
}}
{{elru
|elrutext='''στημόνιον:''' τό Arst. = [[στήμων]] 1.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''στημόνιον:''' τό, υποκορ. του [[στήμων]] (σημ. I), σε Αριστ.
|lsmtext='''στημόνιον:''' τό, υποκορ. του [[στήμων]] (σημ. I), σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στημόνιον:''' τό Arst. = [[στήμων]] 1.
|lstext='''στημόνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στήμων]] (σημασ. Ι), Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 14. 2) πληθ., ἐν πλέγματι, τὰ [[ὄρθια]] ξύλα εἰς ἃ τὰ εὔκαμπτα κλωνάρια ἐμπλέκονται, Ἀρχ. Μαθ. 30.
}}
{{elnl
|elnltext=στημόνιον -ου, τό, demin. van\n στήμων, kleine schering.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στημόνιον]], ου, τό, [Dim. of [[στήμων]] signf. I, Arist.]
|mdlsjtxt=[[στημόνιον]], ου, τό, [Dim. of [[στήμων]] signf. I, Arist.]
}}
}}

Latest revision as of 17:31, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στημόνιον Medium diacritics: στημόνιον Low diacritics: στημόνιον Capitals: ΣΤΗΜΟΝΙΟΝ
Transliteration A: stēmónion Transliteration B: stēmonion Transliteration C: stimonion Beta Code: sthmo/nion

English (LSJ)

τό, Dim. of στήμων 1, Arist.Pol.1265b20, Max.Tyr.21.3: στημόνια is v.l. for στήμονα in Apollod.Poliorc.169.7.

German (Pape)

[Seite 941] τό, dim. von στήμων, Arist. polit. 2, 6 u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στημόνιον -ου, τό, demin. van στήμων, kleine schering.

Russian (Dvoretsky)

στημόνιον: τό Arst. = στήμων 1.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. στημόνι.

Greek Monotonic

στημόνιον: τό, υποκορ. του στήμων (σημ. I), σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

στημόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στήμων (σημασ. Ι), Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 14. 2) πληθ., ἐν πλέγματι, τὰ ὄρθια ξύλα εἰς ἃ τὰ εὔκαμπτα κλωνάρια ἐμπλέκονται, Ἀρχ. Μαθ. 30.

Middle Liddell

στημόνιον, ου, τό, [Dim. of στήμων signf. I, Arist.]