ἰθυντήρ: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ithyntir
|Transliteration C=ithyntir
|Beta Code=i)qunth/r
|Beta Code=i)qunth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[guide]], [[pilot]], <span class="bibl">A.R. 4.209</span>, <span class="bibl">1260</span>,<span class="title">IG</span>9(1).390 (Naupactus), <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.25c</span>; [[shepherd]], Theoc. <span class="title">Syrinx</span> 2; <b class="b3">ἰ. πυρός</b>, of Hephaestus, [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Coluth.54</span>; [[ruler]], Ἑσπερίης χθονός <span class="title">Epigr.Gr.</span>905 (Gortyn); προτέρων ὑπέρτερος ἰθυντήρων <span class="title">Milet.</span> 1(9).340.</span>
|Definition=ἰθυντῆρος, ὁ, [[guide]], [[pilot]], A.R. 4.209, 1260,''IG''9(1).390 (Naupactus), Jul.''Or.''1.25c; [[shepherd]], Theoc. ''Syrinx'' 2; <b class="b3">ἰ. πυρός</b>, of [[Hephaestus]], [[varia lectio|v.l.]] in Coluth.54; [[ruler]], Ἑσπερίης χθονός ''Epigr.Gr.''905 (Gortyn); προτέρων ὑπέρτερος ἰθυντήρων ''Milet.'' 1(9).340.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1246.png Seite 1246]] ῆρος, ὁ, der Gerademachende, Lenkende; Theocr. Syrinx (XV, 21); σιδήρου Coluth. 64; Steuermann, Ap. Rh. 4, 209. 1260.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1246.png Seite 1246]] ῆρος, ὁ, der Gerademachende, Lenkende; Theocr. Syrinx (XV, 21); σιδήρου Coluth. 64; Steuermann, Ap. Rh. 4, 209. 1260.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui dirige :<br /><b>I.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> [[guide]];<br /><b>2</b> [[régulateur]], [[maître]];<br /><b>3</b> [[pilote]];<br /><b>II.</b> <i>adj.</i> qui dirige.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰθυντήρ:''' ῆρος (ῑ) ὁ [[управляющий]], [[ведущий]] ([[οἴαξ]] ἰ. Aesch.): θοὸς ἰ. Anth. = [[αἰπόλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθυντήρ''': ῑ, ῆρος, ὁ, ὁ ἰθύνων, ὁδηγῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 209, 1260, Ἀνθ. Π. 15. 21· ἰθ. [[πυρός]], δηλ. ὁ [[Ἥφαιστος]], Κόλουθ. 54. - [[κυβερνήτης]], [[ἀναμορφωτής]], Ἐπιγρ. Ἑλλ. 905· - ὡς ἐπίθετ., ἰθυντῆρι νόῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 17. 22.
|lstext='''ἰθυντήρ''': ῑ, ῆρος, ὁ, ὁ ἰθύνων, ὁδηγῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 209, 1260, Ἀνθ. Π. 15. 21· ἰθ. [[πυρός]], δηλ. ὁ [[Ἥφαιστος]], Κόλουθ. 54. - [[κυβερνήτης]], [[ἀναμορφωτής]], Ἐπιγρ. Ἑλλ. 905· - ὡς ἐπίθετ., ἰθυντῆρι νόῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 17. 22.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui dirige :<br /><b>I.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> guide;<br /><b>2</b> régulateur, maître;<br /><b>3</b> pilote;<br /><b>II.</b> <i>adj.</i> qui dirige.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθυντήρ]], -ῆρος, ὁ και θηλ. [[ἰθύντειρα]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο [[πηδαλιούχος]]<br /><b>2.</b> [[ηγεμόνας]], [[διοικητής]], [[κυβερνήτης]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἰθύντειρα]]<br />επίθ. της Δίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. αρσ. -<i>τηρ</i> (θηλ. -<i>τειρα</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δο</i>-<i>τήρ</i>, <i>κυβερνη</i>-<i>τήρ</i>].
|mltxt=[[ἰθυντήρ]], -ῆρος, ὁ και θηλ. [[ἰθύντειρα]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο [[πηδαλιούχος]]<br /><b>2.</b> [[ηγεμόνας]], [[διοικητής]], [[κυβερνήτης]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἰθύντειρα]]<br />επίθ. της Δίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. αρσ. -<i>τηρ</i> (θηλ. -<i>τειρα</i>), [[πρβλ]]. [[δοτήρ]], [[κυβερνητήρ]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰθυντήρ:''' [ῑ], -ῆρος, ὁ, αυτός που κατευθύνει, [[οδηγός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἰθυντήρ:''' [ῑ], -ῆρος, ὁ, αυτός που κατευθύνει, [[οδηγός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰθυντήρ:''' ῆρος (ῑ) ὁ управляющий, ведущий ([[οἴαξ]] ἰ. Aesch.): θοὸς ἰ. Anth. = [[αἰπόλος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰ¯θυντήρ, ῆρος,<br />a [[guide]], [[pilot]], Anth. [from [[ἰθύνω]]
|mdlsjtxt=ἰ¯θυντήρ, ῆρος,<br />a [[guide]], [[pilot]], Anth. [from [[ἰθύνω]]
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυντήρ Medium diacritics: ἰθυντήρ Low diacritics: ιθυντήρ Capitals: ΙΘΥΝΤΗΡ
Transliteration A: ithyntḗr Transliteration B: ithyntēr Transliteration C: ithyntir Beta Code: i)qunth/r

English (LSJ)

ἰθυντῆρος, ὁ, guide, pilot, A.R. 4.209, 1260,IG9(1).390 (Naupactus), Jul.Or.1.25c; shepherd, Theoc. Syrinx 2; ἰ. πυρός, of Hephaestus, v.l. in Coluth.54; ruler, Ἑσπερίης χθονός Epigr.Gr.905 (Gortyn); προτέρων ὑπέρτερος ἰθυντήρων Milet. 1(9).340.

German (Pape)

[Seite 1246] ῆρος, ὁ, der Gerademachende, Lenkende; Theocr. Syrinx (XV, 21); σιδήρου Coluth. 64; Steuermann, Ap. Rh. 4, 209. 1260.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui dirige :
I. subst. 1 guide;
2 régulateur, maître;
3 pilote;
II. adj. qui dirige.
Étymologie: ἰθύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἰθυντήρ: ῆρος (ῑ) ὁ управляющий, ведущий (οἴαξ ἰ. Aesch.): θοὸς ἰ. Anth. = αἰπόλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυντήρ: ῑ, ῆρος, ὁ, ὁ ἰθύνων, ὁδηγῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 209, 1260, Ἀνθ. Π. 15. 21· ἰθ. πυρός, δηλ. ὁ Ἥφαιστος, Κόλουθ. 54. - κυβερνήτης, ἀναμορφωτής, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 905· - ὡς ἐπίθετ., ἰθυντῆρι νόῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 17. 22.

Greek Monolingual

ἰθυντήρ, -ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α)
1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος
2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης
3. το θηλ. ως ουσ.ἰθύντειρα
επίθ. της Δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. -τηρ (θηλ. -τειρα), πρβλ. δοτήρ, κυβερνητήρ].

Greek Monotonic

ἰθυντήρ: [ῑ], -ῆρος, ὁ, αυτός που κατευθύνει, οδηγός, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἰ¯θυντήρ, ῆρος,
a guide, pilot, Anth. [from ἰθύνω