ζυμώνω: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ζυμῶ, -όω, Μ και [[ζυμώνω]])<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] [[αλεύρι]] ή [[άλλο]] αμυλώδες υλικό με [[νερό]], [[μαλάσσω]] το [[μίγμα]] για να δημιουργηθεί [[μάζα]] [[πηχτή]] («[[ζυμώνω]] [[ψωμί]]»)<br /><b>2.</b> [[αναμιγνύω]] οποιαδήποτε ύλη με [[νερό]] καθιστώντας την πολτώδη («[[ζυμώνω]] γύψο»)<br /><b>3.</b> [[παρασκευάζω]] [[μίγμα]] με [[σύμμιξη]] διαφόρων υλών («[[ζυμώνω]] [[πυρίτιδα]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> με ποικίλες ενέργειες [[προσπαθώ]] να διαμορφώσω μια [[κατάσταση]] ή ένα [[γεγονός]] («ζυμώνονται [[ακόμη]] οι εκλογικοί συνδυασμοί τών υποψηφίων»)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυμώνομαι</i><br /><b>χημ.</b> [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], δηλ. τη χημική [[ενέργεια]] [[κατά]] την οποία οργανικά σώματα αποσυντίθενται [[σιγά]] [[σιγά]] και αναπτύσσουν [[αέρια]] και αυτοθέρμανση («το [[κρασί]] ζυμώνεται στο [[βαρέλι]]»)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[οπού]] δεν θέλει να ζυμώσει [[πέντε]] μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αποφεύγουν με διάφορες προφάσεις την [[εργασία]]<br />β) «αν θα ζυμώσεις το [[ταχύ]], [[αποβραδίς]] κοσκινά» — προετοίμαζε έγκαιρα [[κάθε]] δουλειά σου<br />γ) «το [[ζυμάρι]] όσο το ζυμώνεις τόσο φουσκώνει» — η [[διαρκής]] [[φροντίδα]] ενός έργου συντελεί στην πρόοδό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] [[ζύμωση]] σε [[κάτι]], [[βάζω]] [[ζύμη]] σε [[κάτι]] για χημική [[επεξεργασία]] («οὐκ οἴδατε ὅτι μικρά [[ζύμη]] ὅλον τὸ [[φύραμα]] | |mltxt=(AM ζυμῶ, -όω, Μ και [[ζυμώνω]])<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] [[αλεύρι]] ή [[άλλο]] αμυλώδες υλικό με [[νερό]], [[μαλάσσω]] το [[μίγμα]] για να δημιουργηθεί [[μάζα]] [[πηχτή]] («[[ζυμώνω]] [[ψωμί]]»)<br /><b>2.</b> [[αναμιγνύω]] οποιαδήποτε ύλη με [[νερό]] καθιστώντας την πολτώδη («[[ζυμώνω]] γύψο»)<br /><b>3.</b> [[παρασκευάζω]] [[μίγμα]] με [[σύμμιξη]] διαφόρων υλών («[[ζυμώνω]] [[πυρίτιδα]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> με ποικίλες ενέργειες [[προσπαθώ]] να διαμορφώσω μια [[κατάσταση]] ή ένα [[γεγονός]] («ζυμώνονται [[ακόμη]] οι εκλογικοί συνδυασμοί τών υποψηφίων»)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυμώνομαι</i><br /><b>χημ.</b> [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], δηλ. τη χημική [[ενέργεια]] [[κατά]] την οποία οργανικά σώματα αποσυντίθενται [[σιγά]] [[σιγά]] και αναπτύσσουν [[αέρια]] και αυτοθέρμανση («το [[κρασί]] ζυμώνεται στο [[βαρέλι]]»)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[οπού]] δεν θέλει να ζυμώσει [[πέντε]] μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αποφεύγουν με διάφορες προφάσεις την [[εργασία]]<br />β) «αν θα ζυμώσεις το [[ταχύ]], [[αποβραδίς]] κοσκινά» — προετοίμαζε έγκαιρα [[κάθε]] δουλειά σου<br />γ) «το [[ζυμάρι]] όσο το ζυμώνεις τόσο φουσκώνει» — η [[διαρκής]] [[φροντίδα]] ενός έργου συντελεί στην πρόοδό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] [[ζύμωση]] σε [[κάτι]], [[βάζω]] [[ζύμη]] σε [[κάτι]] για χημική [[επεξεργασία]] («οὐκ οἴδατε ὅτι μικρά [[ζύμη]] ὅλον τὸ [[φύραμα]] ζυμοῖ;», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυμοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) ενώνομαι με τη [[ζύμη]], ζυμώνομαι, [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], [[βράζω]]<br />β) [[προκαλώ]] αναβρασμό<br /><b>3.</b> [[υφίσταμαι]] τη διεργασία της πέψεως, [[χωνεύω]], [[υφίσταμαι]] τις πεπτικές ζυμώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ζυμώ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζύμη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:29, 6 February 2024
Greek Monolingual
(AM ζυμῶ, -όω, Μ και ζυμώνω)
1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί»)
2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο»)
3. παρασκευάζω μίγμα με σύμμιξη διαφόρων υλών («ζυμώνω πυρίτιδα»)
4. μτφ. με ποικίλες ενέργειες προσπαθώ να διαμορφώσω μια κατάσταση ή ένα γεγονός («ζυμώνονται ακόμη οι εκλογικοί συνδυασμοί τών υποψηφίων»)
5. παθ. ζυμώνομαι
χημ. υφίσταμαι ζύμωση, δηλ. τη χημική ενέργεια κατά την οποία οργανικά σώματα αποσυντίθενται σιγά σιγά και αναπτύσσουν αέρια και αυτοθέρμανση («το κρασί ζυμώνεται στο βαρέλι»)
6. παροιμ. α) «οπού δεν θέλει να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αποφεύγουν με διάφορες προφάσεις την εργασία
β) «αν θα ζυμώσεις το ταχύ, αποβραδίς κοσκινά» — προετοίμαζε έγκαιρα κάθε δουλειά σου
γ) «το ζυμάρι όσο το ζυμώνεις τόσο φουσκώνει» — η διαρκής φροντίδα ενός έργου συντελεί στην πρόοδό του
αρχ.
1. προκαλώ ζύμωση σε κάτι, βάζω ζύμη σε κάτι για χημική επεξεργασία («οὐκ οἴδατε ὅτι μικρά ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ;», ΚΔ)
2. παθ. ζυμοῦμαι, -όομαι
α) ενώνομαι με τη ζύμη, ζυμώνομαι, υφίσταμαι ζύμωση, βράζω
β) προκαλώ αναβρασμό
3. υφίσταμαι τη διεργασία της πέψεως, χωνεύω, υφίσταμαι τις πεπτικές ζυμώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ζυμώ < ζύμη.