οχώ: Difference between revisions
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α ὀχῶ, -έω, δωρ. τ. [[ὀγχέω]] ἡ [[ὀκχέω]])<br />(συν. το μέσ.) <i>ὀχοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />μεταφέρομαι με όχημα, [[επιβαίνω]] σε [[άμαξα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[στερεά]], [[υποστηρίζω]] («[[ἄγκυρα]] δ' ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποφέρω]], [[πάσχω]] («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνεχίζω]], [[εξακολουθώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («[[νηπιάας]] [[ὀχέω]]» — [[εξακολουθώ]] να [[ασχολούμαι]] με παιδικά παιχνίδια, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φέρω]], [[κρατώ]], [[βαστάζω]] («διδόασι τοῖς τρισὶ δακτύλοις | |mltxt=(Α ὀχῶ, -έω, δωρ. τ. [[ὀγχέω]] ἡ [[ὀκχέω]])<br />(συν. το μέσ.) <i>ὀχοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />μεταφέρομαι με όχημα, [[επιβαίνω]] σε [[άμαξα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[στερεά]], [[υποστηρίζω]] («[[ἄγκυρα]] δ' ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποφέρω]], [[πάσχω]] («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνεχίζω]], [[εξακολουθώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («[[νηπιάας]] [[ὀχέω]]» — [[εξακολουθώ]] να [[ασχολούμαι]] με παιδικά παιχνίδια, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φέρω]], [[κρατώ]], [[βαστάζω]] («διδόασι τοῖς τρισὶ δακτύλοις ὀχοῦν | ||
τες τὴν φιάλην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[ιππεύω]] («αὐτὸς [[βαδίζω]]... τοῦτον δ' ὀχῶ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[ταξιδεύω]] με [[πλοίο]]<br />β) συνουσιάζομαι<br />γ) βρίσκομαι ή κινούμαι στην [[επιφάνεια]] υγρού, [[επιπλέω]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <b>μτφ.</b> α) (σχετικά με εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επιβαίνω]] σε [[άλλο]] [[οστό]]<br />β) [[συμπορεύομαι]], [[πορεύομαι]] [[μαζί]] («ὁ [[χρόνος]]... συνθεῖ [τῇ κινήσει] ὡς ἐπὶ φερομένης ὀχούμενος», Πλωτ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀχοῦμαι ἐπὶ ῥοπῆς» — [[βαίνω]], [[προχωρώ]] με [[κλίση]]<br />β) «ὀχοῦμαι ἐπὶ ἐλπίδος» — [[διατηρώ]] το [[θάρρος]] μου στηριζόμενος σε [[ελπίδα]]<br /><b>9.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ.) <i>τὰ ὀχούμενα</i><br />(ως [[τίτλος]] έργου του Αρχιμήδους) τα επιπλέοντα σώματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. της [[μέσης]] φωνής <i>ὀχέομαι</i> / <i>ὀχοῦμαι</i> αποτελεί επαναληπτικό τ. του ρ. <i>ἔχω</i> (ΙΙ) «[[φέρω]], [[μεταφέρω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ποτέομαι]]: [[πέτομαι]], [[στροφέω]]: [[στρέφω]], [[φοβέω]]: [[φέβομαι]]). Ορισμένες σημ. του ενεργ. τ. <i>ὀχῶ</i>, όπως «[[κρατώ]], [[βαστάζω]], [[υποφέρω]]», οφείλονται πιθ. σε παρετυμολογική σύνδεσή του με το ρ. <i>ἔχω</i> (Ι). Ο τ. [[ὀκχέω]] [[είναι]] πιθ. [[εκφραστικός]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 13 October 2022
Greek Monolingual
(Α ὀχῶ, -έω, δωρ. τ. ὀγχέω ἡ ὀκχέω)
(συν. το μέσ.) ὀχοῦμαι, -έομαι
μεταφέρομαι με όχημα, επιβαίνω σε άμαξα
αρχ.
1. κρατώ κάτι στερεά, υποστηρίζω («ἄγκυρα δ' ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», Ευρ.)
2. υποφέρω, πάσχω («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», Πίνδ.)
3. συνεχίζω, εξακολουθώ να κάνω κάτι («νηπιάας ὀχέω» — εξακολουθώ να ασχολούμαι με παιδικά παιχνίδια, Ομ. Οδ.)
4. φέρω, κρατώ, βαστάζω («διδόασι τοῖς τρισὶ δακτύλοις ὀχοῦν
τες τὴν φιάλην», Ξεν.)
5. ιππεύω («αὐτὸς βαδίζω... τοῦτον δ' ὀχῶ», Αριστοφ.)
6. μέσ. α) ταξιδεύω με πλοίο
β) συνουσιάζομαι
γ) βρίσκομαι ή κινούμαι στην επιφάνεια υγρού, επιπλέω
7. μέσ. μτφ. α) (σχετικά με εξαρθρωμένο οστό) επιβαίνω σε άλλο οστό
β) συμπορεύομαι, πορεύομαι μαζί («ὁ χρόνος... συνθεῖ [τῇ κινήσει] ὡς ἐπὶ φερομένης ὀχούμενος», Πλωτ.)
8. φρ. α) «ὀχοῦμαι ἐπὶ ῥοπῆς» — βαίνω, προχωρώ με κλίση
β) «ὀχοῦμαι ἐπὶ ἐλπίδος» — διατηρώ το θάρρος μου στηριζόμενος σε ελπίδα
9. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ.) τὰ ὀχούμενα
(ως τίτλος έργου του Αρχιμήδους) τα επιπλέοντα σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. της μέσης φωνής ὀχέομαι / ὀχοῦμαι αποτελεί επαναληπτικό τ. του ρ. ἔχω (ΙΙ) «φέρω, μεταφέρω» (πρβλ. ποτέομαι: πέτομαι, στροφέω: στρέφω, φοβέω: φέβομαι). Ορισμένες σημ. του ενεργ. τ. ὀχῶ, όπως «κρατώ, βαστάζω, υποφέρω», οφείλονται πιθ. σε παρετυμολογική σύνδεσή του με το ρ. ἔχω (Ι). Ο τ. ὀκχέω είναι πιθ. εκφραστικός].