ἔριον: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erion | |Transliteration C=erion | ||
|Beta Code=e)/rion | |Beta Code=e)/rion | ||
|Definition=τό, Ion. εἴριον | |Definition=τό, Ion. [[εἴριον]] ''GDI''iv p.876 (Chios, iv B. C., also written [[ἔρια]] ibid.), [[Herodotus|Hdt.]], Hp., and always in Hom. (indicating <b class="b3">ἐρϝ-</b>) exc. gen. [[ἐρίοιο]] in Od.4.124:—[[wool]], Il.12.434, Od.l.c., [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 175d; <b class="b3">ἐρίῳ στέψαντες</b>, i.e. with woollen fillets, Id.''R.''398a, etc.: freq. in plural, Il. 3.388, Od.18.316; <b class="b3">εἴρια ῥυπαρά, ἔρια οἰσυπηρά</b>, greasy wool, Hp. ''Fract.''21, Dsc.2.74; ἔρια καθαρά ''PCair.Zen.''12.62 (iii B. C.); [[τἄρια]], crasis for <b class="b3">τὰ ἔ.</b>, Ar.''Ra.''1387; <b class="b3">οὖλα ἔρια</b> ib.1067; <b class="b3">ἔ. πεπταμένα</b> outspread [[flocks of wool]], Id.''Nu.''343; ἐρίων τάλαντον Id.''V.''1147; τὰ Μιλήσια ἔ. Eub.90.3, cf. Amphis 27.1; εἴρια ἀπὸ ξύλου [[cotton]], [[Herodotus|Hdt.]]3. 47, cf. 106; <b class="b3">τὸ ἔ. [τῆς ἀράχνης]</b> a spider's [[web]], Philostr.''Im.''2.28; <b class="b3">τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔ.</b>, of the [[byssus]] of the pinna, Alciphr.1.2. (ἔρια ''Schwyzer'' 180 (Crete) without initial <b class="b3">ϝ-</b>; Lat. [[vervex]] perhaps not cogn.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1030.png Seite 1030]] τό, ion. u. ep. [[εἴριον]] (eigtl. dim. von [[ἔρος]], [[εἶρος]]), die [[Wolle]], Od. 4, 124; Hippocr.; Ar. Vesp. 701; Plat. Conv. 175 d u. Folgde; häufiger im plur., Ar. Vesp. 1147, u. in Prosa; – εἴρια τὰ ἀπὸ ξύλων, [[Baumwolle]], Her. 3, 47. 106; Theophr.; – ἔρια ἐκ τῆς θαλάττης, von der Seide der Pinne, Alciphr. 1, 2; τῆς [[ἀράχνης]], Philostr. imag. 2, 28. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1030.png Seite 1030]] τό, ion. u. ep. [[εἴριον]] (eigtl. dim. von [[ἔρος]], [[εἶρος]]), die [[Wolle]], Od. 4, 124; Hippocr.; Ar. Vesp. 701; Plat. Conv. 175 d u. Folgde; häufiger im plur., Ar. Vesp. 1147, u. in Prosa; – εἴρια τὰ ἀπὸ ξύλων, [[Baumwolle]], Her. 3, 47. 106; Theophr.; – ἔρια ἐκ τῆς θαλάττης, von der Seide der Pinne, Alciphr. 1, 2; τῆς [[ἀράχνης]], Philostr. imag. 2, 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[laine]], [[toison de laine]];<br /><b>2</b> <i>p. ext. ou p. anal.</i> εἴρια ἀπὸ ξύλων HDT laine de cotonnier, coton.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἔρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔριον:''' эп.-ион. [[εἴριον]] τό [demin. к [[ἔρος]] (преимущ. pl., in crasi τἄρια) [[шерсть]] rst., Plut.: χιτὼν οὔλων ἐρίων Arph. хитон из мягкой шерсти; εἴρια τὰ ἀπὸ ξύλων Her. древесная шерсть, т. е. хлопок. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔρῐον''': τὸ Ἰων. ἐΐριον Ἡρόδ., Ἱππ., καὶ ἀείποτε παρ’ Ὁμ. πλὴν τῆς γεν. ἐρίοιο ἐν Ὀδ. Α. 124: - [[ἔριον]], μαλλίον, Ἰλ. Μ. 434, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Συμπ. 175D, Πολ. 398Α· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἰλ.Γ. 388, Ὀδ. Σ. 316· τἄρια, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἔρια, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1387· ἔρια οὖλα [[αὐτόθι]] 1067· εἴξασιν δ’ οὖν ἐρίοισιν πεπταμένοισι, ὁμοιάζουσι μὲ «μαλλιὰ ἁπλωμένα», περὶ τῶν νεφελῶν, ὁ αὐτ. Νεφ. 343· ἐρίων [[τάλαντον]] ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1147· τὰ Μιλήσια, ἔρια Εὔβουλ. ἐν «Πρόκριδι» 1, πρβλ. Ἄμφιν ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1· εἴρια ἀπὸ ξύλου, [[βάμβαξ]] (Γερμ. Baumwolle, δενδρόμαλλον), Ἡρόδ. 3. 47, πρβλ. 106., 7. 65· οὕτω, τὸ [[ἔριον]] τῆς [[ἀράχνης]], ὁ ἱστὸς αὐτῆς, Φιλόστρ. 853· τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔρια, περὶ τοῦ ὑπὸ τῶν νεωτέρων φυσιολόγων ὀνομαζομένου βύσσου, τοῦ γενείου τῆς πίνης, δι’ οὗ [[εἶναι]] προσκεκολλημένη εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης· ἐκ τῶν ἐρίων τούτων καὶ νῦν ἔτι ἐν Τάραντι τῆς Ἰταλίας κατασκευάζουσι λεπτοϋφῆ χερόκτια. Ἀλκίφρ 1. 2. (Ἐκ τῆς √ΕP παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις εἶρος, ἐρέα, ἐρεοῦς, εὔερος· πρβλ. Σανσκρ. ur-â, ur-anas (πρόβατα), ûr-na ([[ἔριον]])· Λατ. vell-us, vill-us· Γότθ. vull-a ([[ἔριον]])· Ἀγγλ. wool, Λιθ. vil-na· Σλαυ. vlu-na.) | |lstext='''ἔρῐον''': τὸ Ἰων. ἐΐριον Ἡρόδ., Ἱππ., καὶ ἀείποτε παρ’ Ὁμ. πλὴν τῆς γεν. ἐρίοιο ἐν Ὀδ. Α. 124: - [[ἔριον]], μαλλίον, Ἰλ. Μ. 434, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Συμπ. 175D, Πολ. 398Α· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἰλ.Γ. 388, Ὀδ. Σ. 316· τἄρια, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἔρια, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1387· ἔρια οὖλα [[αὐτόθι]] 1067· εἴξασιν δ’ οὖν ἐρίοισιν πεπταμένοισι, ὁμοιάζουσι μὲ «μαλλιὰ ἁπλωμένα», περὶ τῶν νεφελῶν, ὁ αὐτ. Νεφ. 343· ἐρίων [[τάλαντον]] ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1147· τὰ Μιλήσια, ἔρια Εὔβουλ. ἐν «Πρόκριδι» 1, πρβλ. Ἄμφιν ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1· εἴρια ἀπὸ ξύλου, [[βάμβαξ]] (Γερμ. Baumwolle, δενδρόμαλλον), Ἡρόδ. 3. 47, πρβλ. 106., 7. 65· οὕτω, τὸ [[ἔριον]] τῆς [[ἀράχνης]], ὁ ἱστὸς αὐτῆς, Φιλόστρ. 853· τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔρια, περὶ τοῦ ὑπὸ τῶν νεωτέρων φυσιολόγων ὀνομαζομένου βύσσου, τοῦ γενείου τῆς πίνης, δι’ οὗ [[εἶναι]] προσκεκολλημένη εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης· ἐκ τῶν ἐρίων τούτων καὶ νῦν ἔτι ἐν Τάραντι τῆς Ἰταλίας κατασκευάζουσι λεπτοϋφῆ χερόκτια. Ἀλκίφρ 1. 2. (Ἐκ τῆς √ΕP παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις εἶρος, ἐρέα, ἐρεοῦς, εὔερος· πρβλ. Σανσκρ. ur-â, ur-anas (πρόβατα), ûr-na ([[ἔριον]])· Λατ. vell-us, vill-us· Γότθ. vull-a ([[ἔριον]])· Ἀγγλ. wool, Λιθ. vil-na· Σλαυ. vlu-na.) | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 29: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἐρίου, τό ([[diminutive]] of τό [[ἔρος]] or [[εἶρος]]), [[wool]]: | |txtha=ἐρίου, τό ([[diminutive]] of τό [[ἔρος]] or [[εἶρος]]), [[wool]]: Homer down.) | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔριον:''' τό, Ιων. [[εἴριον]] ([[ἔρος]], [[εἶρος]]), [[μαλλί]], στον ενικ. και πληθ., σε Όμηρ., Αττ.· <i>εἴριαἀπὸ ξύλου</i>, [[βαμβάκι]] (γερμ. Baum-wolle), σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἔριον:''' τό, Ιων. [[εἴριον]] ([[ἔρος]], [[εἶρος]]), [[μαλλί]], στον ενικ. και πληθ., σε Όμηρ., Αττ.· <i>εἴριαἀπὸ ξύλου</i>, [[βαμβάκι]] (γερμ. Baum-wolle), σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἔρος]], [[εἶρος]]<br />[[wool]], in sg. and pl., Hom., | |mdlsjtxt=[[ἔρος]], [[εἶρος]]<br />[[wool]], in sg. and pl., Hom., Attic:— εἴρια ἀπὸ ξύλου [[cotton]] (Germ. Baumwolle, [[tree]]-[[wool]]), Hdt. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
Line 51: | Line 51: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[wool]] | |woodrun=[[wool]] | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=τό [[lana]] ποίει σεαυτῷ στέφανον, περιπλέξας αὐτῷ στέφος, ὅ ἐστιν λευκὸν ἔ., ἐκ διαστημάτων δεδεμένον φοινικῷ ἐρίῳ <b class="b3">hazte una corona, entrelazándole alrededor una cinta de lana blanca, atada a intervalos con lana roja</b> P II 71 <κρεμασθ>ήτω δὲ ἡ λάμνα ἐκ ταινίου, ἐκ τῶν τόπων ἄρας, ὅθεν ἐργάζονται οἱ τὰ ἔρια ποιοῦντες <b class="b3">la lámina debe colgar de una pequeña cinta, tras haberla cogido de los lugares donde trabajan los que fabrican la lana</b> P IV 2240 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:32, 21 March 2024
English (LSJ)
τό, Ion. εἴριον GDIiv p.876 (Chios, iv B. C., also written ἔρια ibid.), Hdt., Hp., and always in Hom. (indicating ἐρϝ-) exc. gen. ἐρίοιο in Od.4.124:—wool, Il.12.434, Od.l.c., Pl.Smp. 175d; ἐρίῳ στέψαντες, i.e. with woollen fillets, Id.R.398a, etc.: freq. in plural, Il. 3.388, Od.18.316; εἴρια ῥυπαρά, ἔρια οἰσυπηρά, greasy wool, Hp. Fract.21, Dsc.2.74; ἔρια καθαρά PCair.Zen.12.62 (iii B. C.); τἄρια, crasis for τὰ ἔ., Ar.Ra.1387; οὖλα ἔρια ib.1067; ἔ. πεπταμένα outspread flocks of wool, Id.Nu.343; ἐρίων τάλαντον Id.V.1147; τὰ Μιλήσια ἔ. Eub.90.3, cf. Amphis 27.1; εἴρια ἀπὸ ξύλου cotton, Hdt.3. 47, cf. 106; τὸ ἔ. [τῆς ἀράχνης] a spider's web, Philostr.Im.2.28; τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔ., of the byssus of the pinna, Alciphr.1.2. (ἔρια Schwyzer 180 (Crete) without initial ϝ-; Lat. vervex perhaps not cogn.)
German (Pape)
[Seite 1030] τό, ion. u. ep. εἴριον (eigtl. dim. von ἔρος, εἶρος), die Wolle, Od. 4, 124; Hippocr.; Ar. Vesp. 701; Plat. Conv. 175 d u. Folgde; häufiger im plur., Ar. Vesp. 1147, u. in Prosa; – εἴρια τὰ ἀπὸ ξύλων, Baumwolle, Her. 3, 47. 106; Theophr.; – ἔρια ἐκ τῆς θαλάττης, von der Seide der Pinne, Alciphr. 1, 2; τῆς ἀράχνης, Philostr. imag. 2, 28.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 laine, toison de laine;
2 p. ext. ou p. anal. εἴρια ἀπὸ ξύλων HDT laine de cotonnier, coton.
Étymologie: dim. de ἔρος.
Russian (Dvoretsky)
ἔριον: эп.-ион. εἴριον τό [demin. к ἔρος (преимущ. pl., in crasi τἄρια) шерсть rst., Plut.: χιτὼν οὔλων ἐρίων Arph. хитон из мягкой шерсти; εἴρια τὰ ἀπὸ ξύλων Her. древесная шерсть, т. е. хлопок.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρῐον: τὸ Ἰων. ἐΐριον Ἡρόδ., Ἱππ., καὶ ἀείποτε παρ’ Ὁμ. πλὴν τῆς γεν. ἐρίοιο ἐν Ὀδ. Α. 124: - ἔριον, μαλλίον, Ἰλ. Μ. 434, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Συμπ. 175D, Πολ. 398Α· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἰλ.Γ. 388, Ὀδ. Σ. 316· τἄρια, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἔρια, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1387· ἔρια οὖλα αὐτόθι 1067· εἴξασιν δ’ οὖν ἐρίοισιν πεπταμένοισι, ὁμοιάζουσι μὲ «μαλλιὰ ἁπλωμένα», περὶ τῶν νεφελῶν, ὁ αὐτ. Νεφ. 343· ἐρίων τάλαντον ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1147· τὰ Μιλήσια, ἔρια Εὔβουλ. ἐν «Πρόκριδι» 1, πρβλ. Ἄμφιν ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1· εἴρια ἀπὸ ξύλου, βάμβαξ (Γερμ. Baumwolle, δενδρόμαλλον), Ἡρόδ. 3. 47, πρβλ. 106., 7. 65· οὕτω, τὸ ἔριον τῆς ἀράχνης, ὁ ἱστὸς αὐτῆς, Φιλόστρ. 853· τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔρια, περὶ τοῦ ὑπὸ τῶν νεωτέρων φυσιολόγων ὀνομαζομένου βύσσου, τοῦ γενείου τῆς πίνης, δι’ οὗ εἶναι προσκεκολλημένη εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης· ἐκ τῶν ἐρίων τούτων καὶ νῦν ἔτι ἐν Τάραντι τῆς Ἰταλίας κατασκευάζουσι λεπτοϋφῆ χερόκτια. Ἀλκίφρ 1. 2. (Ἐκ τῆς √ΕP παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις εἶρος, ἐρέα, ἐρεοῦς, εὔερος· πρβλ. Σανσκρ. ur-â, ur-anas (πρόβατα), ûr-na (ἔριον)· Λατ. vell-us, vill-us· Γότθ. vull-a (ἔριον)· Ἀγγλ. wool, Λιθ. vil-na· Σλαυ. vlu-na.)
English (Autenrieth)
wool, Od. 4.124, Il. 12.434, pl., Il. 3.388, etc.
Spanish
English (Strong)
of obscure affinity; wool: wool.
English (Thayer)
ἐρίου, τό (diminutive of τό ἔρος or εἶρος), wool: Homer down.)
Greek Monotonic
ἔριον: τό, Ιων. εἴριον (ἔρος, εἶρος), μαλλί, στον ενικ. και πληθ., σε Όμηρ., Αττ.· εἴριαἀπὸ ξύλου, βαμβάκι (γερμ. Baum-wolle), σε Ηρόδ.
Frisk Etymological English
See also: s. εἶρος.
Middle Liddell
ἔρος, εἶρος
wool, in sg. and pl., Hom., Attic:— εἴρια ἀπὸ ξύλου cotton (Germ. Baumwolle, tree-wool), Hdt.
Frisk Etymology German
ἔριον: {érion}
Meaning: Wolle
See also: s. εἶρος.
Page 1,559
Chinese
原文音譯:œrion 誒里按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:羊毛
字義溯源:羊毛^,絨。啓示錄描寫人子的頭與髮皆白,如白羊毛( 啓1:14),這乃表示智慧與尊榮
出現次數:總共(2);來(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 羊毛(2) 來9:19; 啓1:14
English (Woodhouse)
Léxico de magia
τό lana ποίει σεαυτῷ στέφανον, περιπλέξας αὐτῷ στέφος, ὅ ἐστιν λευκὸν ἔ., ἐκ διαστημάτων δεδεμένον φοινικῷ ἐρίῳ hazte una corona, entrelazándole alrededor una cinta de lana blanca, atada a intervalos con lana roja P II 71 <κρεμασθ>ήτω δὲ ἡ λάμνα ἐκ ταινίου, ἐκ τῶν τόπων ἄρας, ὅθεν ἐργάζονται οἱ τὰ ἔρια ποιοῦντες la lámina debe colgar de una pequeña cinta, tras haberla cogido de los lugares donde trabajan los que fabrican la lana P IV 2240