εὐαπάτητος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=εὐᾰπάτητος
|Full diacritics=εὐᾰπᾰ́τητος
|Medium diacritics=εὐαπάτητος
|Medium diacritics=εὐαπάτητος
|Low diacritics=ευαπάτητος
|Low diacritics=ευαπάτητος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evapatitos
|Transliteration C=evapatitos
|Beta Code=eu)apa/thtos
|Beta Code=eu)apa/thtos
|Definition=[<b class="b3">πᾰ], ον</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[easy to cheat]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>263b</span> (Comp.); <b class="b3">οἱ ἀγαθοὶ εὐ</b>. Biasap.Stob.3.37.36, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Insomn.</span>460b9</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[cheating readily]], τὸ θῆλυ -ότερον <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>608b12</span>.</span>
|Definition=[πᾰ], ον<br><span class="bld">A</span> [[easy to cheat]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''263b (Comp.); <b class="b3">οἱ ἀγαθοὶ εὐαπάτητοι</b> Biasap.Stob.3.37.36, cf. Arist.''Insomn.''460b9, al.<br><span class="bld">II</span> Act., [[cheating readily]], τὸ θῆλυ εὐαπατητότερον Id.''HA''608b12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1057.png Seite 1057]] 1) leicht zu betrügen, im comp. Plat. Phaedr. 263 b; Bias Stob. fl. 87, 36; ὦτα Plut. – 2) akt., leicht täuschend, Arist. H. A. 9, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1057.png Seite 1057]] 1) leicht zu betrügen, im comp. Plat. Phaedr. 263 b; Bias Stob. fl. 87, 36; ὦτα Plut. – 2) akt., leicht täuschend, Arist. H. A. 9, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[facile à tromper]];<br /><b>2</b> [[qui trompe facilement]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀπατάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐᾰπάτητος:'''<br /><b class="num">1</b> [[без труда обманываемый]], [[легко вводимый в заблуждение]] Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[легко обманывающий]], [[лживый]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐαπάτητος''': -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ ἀπατήσῃ τις, Πλάτ. Φαῖδρ. 263Β, Βίας παρὰ Στοβ. 221. 46, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 16. κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., ἑτοίμως, εὐκόλως ἀπατῶν τινα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7.
|lstext='''εὐαπάτητος''': -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ ἀπατήσῃ τις, Πλάτ. Φαῖδρ. 263Β, Βίας παρὰ Στοβ. 221. 46, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 16. κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., ἑτοίμως, εὐκόλως ἀπατῶν τινα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à tromper;<br /><b>2</b> qui trompe facilement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀπατάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η -ο (Α [[εὐαπάτητος]], -ον)<br />αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο [[εύπιστος]], ο [[ευκολοπίστευτος]], ο [[μωροπίστευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>απατητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[απατώ]]), [[πρβλ]]. <i>ανεξ</i>-[[απάτητος]], <i>δυσεξ</i>-[[απάτητος]]].
|mltxt=-η -ο (Α [[εὐαπάτητος]], -ον)<br />αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο [[εύπιστος]], ο [[ευκολοπίστευτος]], ο [[μωροπίστευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>απατητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[απατώ]]), [[πρβλ]]. [[ανεξαπάτητος]], [[δυσεξαπάτητος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐᾰπάτητος:''' -ον ([[ἀπατάω]]), αυτός που ξεγελιέται εύκολα, [[εύπιστος]], [[ευκολόπιστος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''εὐᾰπάτητος:''' -ον ([[ἀπατάω]]), αυτός που ξεγελιέται εύκολα, [[εύπιστος]], [[ευκολόπιστος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐᾰπάτητος:'''<br /><b class="num">1)</b> без труда обманываемый, легко вводимый в заблуждение Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> легко обманывающий, лживый Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 14:10, 21 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾰπᾰ́τητος Medium diacritics: εὐαπάτητος Low diacritics: ευαπάτητος Capitals: ΕΥΑΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: euapátētos Transliteration B: euapatētos Transliteration C: evapatitos Beta Code: eu)apa/thtos

English (LSJ)

[πᾰ], ον
A easy to cheat, Pl.Phdr.263b (Comp.); οἱ ἀγαθοὶ εὐαπάτητοι Biasap.Stob.3.37.36, cf. Arist.Insomn.460b9, al.
II Act., cheating readily, τὸ θῆλυ εὐαπατητότερον Id.HA608b12.

German (Pape)

[Seite 1057] 1) leicht zu betrügen, im comp. Plat. Phaedr. 263 b; Bias Stob. fl. 87, 36; ὦτα Plut. – 2) akt., leicht täuschend, Arist. H. A. 9, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 facile à tromper;
2 qui trompe facilement.
Étymologie: εὖ, ἀπατάω.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰπάτητος:
1 без труда обманываемый, легко вводимый в заблуждение Plat., Arst., Plut.;
2 легко обманывающий, лживый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαπάτητος: -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ ἀπατήσῃ τις, Πλάτ. Φαῖδρ. 263Β, Βίας παρὰ Στοβ. 221. 46, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 16. κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., ἑτοίμως, εὐκόλως ἀπατῶν τινα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7.

Greek Monolingual

-η -ο (Α εὐαπάτητος, -ον)
αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολοπίστευτος, ο μωροπίστευτος
αρχ.
αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -απατητος (< απατώ), πρβλ. ανεξαπάτητος, δυσεξαπάτητος].

Greek Monotonic

εὐᾰπάτητος: -ον (ἀπατάω), αυτός που ξεγελιέται εύκολα, εύπιστος, ευκολόπιστος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὐ-ᾰπάτητος, ον ἀπατάω
easy to cheat, Plat.

English (Woodhouse)

easily deceived, easy to deceive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)