κοψομεσιάζω: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κουτσομεσιάζω]]<br /><b>1.</b> [[καταπονώ]] τη [[μέση]] κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] κάποιον στη [[μέση]] και του [[προκαλώ]] δυνατό πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεσ</i>-[[ιάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέση]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=και [[κουτσομεσιάζω]]<br /><b>1.</b> [[καταπονώ]] τη [[μέση]] κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] κάποιον στη [[μέση]] και του [[προκαλώ]] δυνατό πόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεσ</i>-[[ιάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέση]]), [[πρβλ]]. [[στραβομεσιάζω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:39, 8 May 2023
Greek Monolingual
και κουτσομεσιάζω
1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο
2. χτυπώ κάποιον στη μέση και του προκαλώ δυνατό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -μεσ-ιάζω (< μέση), πρβλ. στραβομεσιάζω].