χοιροκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choiroktonos
|Transliteration C=choiroktonos
|Beta Code=xoirokto/nos
|Beta Code=xoirokto/nos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[slaying swine]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>373</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> proparox., <b class="b3">καθαρμοί χοιρόκτονοι</b> purification [[by the sacrifice of swine]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>283</span>; <b class="b3">αἷμα χ</b>. blood [[of a slain swine]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>327</span>.</span>
|Definition=χοιροκτόνον,<br><span class="bld">A</span> [[slaying swine]], Sch.Ar.''Pax''373.<br><span class="bld">II</span> proparox., <b class="b3">καθαρμοί χοιρόκτονοι</b> purification [[by the sacrifice of swine]], A.''Eu.''283; <b class="b3">αἷμα χ.</b> blood [[of a slain swine]], Id.''Fr.''327.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιροκτόνος Medium diacritics: χοιροκτόνος Low diacritics: χοιροκτόνος Capitals: ΧΟΙΡΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: choiroktónos Transliteration B: choiroktonos Transliteration C: choiroktonos Beta Code: xoirokto/nos

English (LSJ)

χοιροκτόνον,
A slaying swine, Sch.Ar.Pax373.
II proparox., καθαρμοί χοιρόκτονοι purification by the sacrifice of swine, A.Eu.283; αἷμα χ. blood of a slain swine, Id.Fr.327.

German (Pape)

[Seite 1362] Schweine tödtend. – Aber αἷμα χοιρόκτονον ist das Blut des getödteten Schweines, Aesch. frg. 340, wie καθαρμοῖς ἠλάθη χοιροκτόνοις Eum. 273.

Greek (Liddell-Scott)

χοιροκτόνος: -ον, ὁ φονεύων, ἀποκτείνων, σφάζων χοίρους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 373. ΙΙ. προπαροξ., χοιρόκτονοι καθαρμοί, ἁγνισμοὶ γενόμενο διὰ τῆς θυσίας χοίρου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 283· οὕτως, αἷμα χ., αἷμα τοῦ σφαγέντος χοίρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 340· πρβλ. Müller εἰς Εὐμ. § 59.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φονεύει χοίρο («Δημήτηρ χοιροκτόνος», Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. ταυροκτόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].

Greek Monotonic

χοιροκτόνος: -ον (κτείνω), χοιροκτόνοι καθαρμοί, εξαγνισμός από θυσία χοίρου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χοιρο-κτόνος, ον, κτείνω
χοιροκτόνοι καθαρμοί purification by the sacrifice of swine, Aesch.