χοιροκτόνος
English (LSJ)
χοιροκτόνον,
A slaying swine, Sch.Ar.Pax373.
II proparox., καθαρμοί χοιρόκτονοι purification by the sacrifice of swine, A.Eu.283; αἷμα χ. blood of a slain swine, Id.Fr.327.
German (Pape)
[Seite 1362] Schweine tödtend. – Aber αἷμα χοιρόκτονον ist das Blut des getödteten Schweines, Aesch. frg. 340, wie καθαρμοῖς ἠλάθη χοιροκτόνοις Eum. 273.
Greek (Liddell-Scott)
χοιροκτόνος: -ον, ὁ φονεύων, ἀποκτείνων, σφάζων χοίρους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 373. ΙΙ. προπαροξ., χοιρόκτονοι καθαρμοί, ἁγνισμοὶ γενόμενο διὰ τῆς θυσίας χοίρου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 283· οὕτως, αἷμα χ., αἷμα τοῦ σφαγέντος χοίρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 340· πρβλ. Müller εἰς Εὐμ. § 59.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φονεύει χοίρο («Δημήτηρ χοιροκτόνος», Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. ταυροκτόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
Greek Monotonic
χοιροκτόνος: -ον (κτείνω), χοιροκτόνοι καθαρμοί, εξαγνισμός από θυσία χοίρου, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
χοιρο-κτόνος, ον, κτείνω
χοιροκτόνοι καθαρμοί purification by the sacrifice of swine, Aesch.