ἰκρίωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ikrioma
|Transliteration C=ikrioma
|Beta Code=i)kri/wma
|Beta Code=i)kri/wma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[scaffold]], IG12.374.67 (ἱκ-), Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[κατῆλιψ]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in plural,= [[ἀντήριδες]], <span class="bibl">Eust.903.54</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[scaffold]], IG12.374.67 (ἱκ-), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[κατῆλιψ]].<br><span class="bld">II</span> in plural, = [[ἀντηρίς|ἀντήριδες]], Eust.903.54.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ἰκρίωμα]]) [[ικριώ]]<br />προσωρινό [[κατασκεύασμα]] από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια [[οικοδομή]], η [[σκαλωσιά]]<br /><b>2.</b> ξύλινο [[κατασκεύασμα]], [[εξέδρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξέδρα]] για την [[εκτέλεση]] καταδίκου με [[καρατόμηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἰκριώματα</i><br />τα στηρίγματα<br /><b>αρχ.</b><br />ξύλινο [[κατασκεύασμα]] σε [[σχήμα]] εξέδρας.
|mltxt=το (ΑΜ [[ἰκρίωμα]]) [[ικριώ]]<br />προσωρινό [[κατασκεύασμα]] από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια [[οικοδομή]], η [[σκαλωσιά]]<br /><b>2.</b> ξύλινο [[κατασκεύασμα]], [[εξέδρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξέδρα]] για την [[εκτέλεση]] καταδίκου με [[καρατόμηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἰκριώματα</i><br />τα στηρίγματα<br /><b>αρχ.</b><br />ξύλινο [[κατασκεύασμα]] σε [[σχήμα]] εξέδρας.
}}
{{trml
|trtx====[[scaffold]]===
Albanian: skelë; Arabic: سِقَالَة‎, إِسْقَالَة‎; Azerbaijani: taxtabənd; Belarusian: будаўні́чыя лясы, рыштаванне; Bulgarian: скеле; Catalan: bastida; Cherokee: ᏗᏓᏛᏗ; Chinese Mandarin: 腳手架/脚手架; Czech: lešení; Danish: stillads; Dutch: [[stelling]]; Finnish: telineet; French: [[échafaudage]], [[échafaud]]; Galician: estada, andavía, andamio, bailéo, taboado; Georgian: ხარაჩო; German: [[Gerüst]], [[Baugerüst]]; Greek: [[σκαλωσιά]]; Ancient Greek: [[βάθρον]], [[ἐσχαρεῖον]], [[ἰκρίωμα]], [[ἱμασσία]], [[πῆγμα]], [[σανίς]]; Hungarian: állványzat; Icelandic: vinnupallur, stillans, reisipallur; Ido: eshafodo; Indonesian: perancah; Irish: scafall; Italian: [[impalcatura]], [[ponteggio]]; Japanese: 足場; Korean: 비계(飛階); Latin: [[pegma]]; Macedonian: скеле; Manx: scammalt; Maori: rangitupu, pouwhata; Norwegian Bokmål: stillas; Persian: داربست‎; Plautdietsch: Steilozh; Polish: rusztowanie; Portuguese: [[andaime]]; Romanian: schelărie; Russian: [[леса]], [[подмостки]]; Serbo-Croatian Cyrillic: ске̏ла; Roman: skȅla; Slovak: lešenie; Slovene: oder; Spanish: [[andamio]]; Swedish: byggnadsställning; Tagalog: palapala; Turkish: iskele; Ukrainian: риштування; Welsh: sgaffald; Yiddish: רישטעוואַניע‎
}}
}}

Latest revision as of 07:22, 24 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκρίωμα Medium diacritics: ἰκρίωμα Low diacritics: ικρίωμα Capitals: ΙΚΡΙΩΜΑ
Transliteration A: ikríōma Transliteration B: ikriōma Transliteration C: ikrioma Beta Code: i)kri/wma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A scaffold, IG12.374.67 (ἱκ-), Hsch. s.v. κατῆλιψ.
II in plural, = ἀντήριδες, Eust.903.54.

German (Pape)

[Seite 1249] τό, das Gerüst, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκρίωμα: τό, κατασκεύασμα ἐκ ξύλων, εἶδος «σκαλωσιᾶς», «τὰ λεγόμενα ἰκριώματα, ἃ ἔξωθεν ἐπ’ ἀσφαλείᾳ τείχους πρῶτα τίθενται» Εὐστ. 903. 54, Ἡσύχ. ἐν λ. κατῆλιψ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἰκρίωμα) ικριώ
προσωρινό κατασκεύασμα από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια οικοδομή, η σκαλωσιά
2. ξύλινο κατασκεύασμα, εξέδρα
νεοελλ.
εξέδρα για την εκτέλεση καταδίκου με καρατόμηση
μσν.
στον πληθ. τὰ ἰκριώματα
τα στηρίγματα
αρχ.
ξύλινο κατασκεύασμα σε σχήμα εξέδρας.

Translations

scaffold

Albanian: skelë; Arabic: سِقَالَة‎, إِسْقَالَة‎; Azerbaijani: taxtabənd; Belarusian: будаўні́чыя лясы, рыштаванне; Bulgarian: скеле; Catalan: bastida; Cherokee: ᏗᏓᏛᏗ; Chinese Mandarin: 腳手架/脚手架; Czech: lešení; Danish: stillads; Dutch: stelling; Finnish: telineet; French: échafaudage, échafaud; Galician: estada, andavía, andamio, bailéo, taboado; Georgian: ხარაჩო; German: Gerüst, Baugerüst; Greek: σκαλωσιά; Ancient Greek: βάθρον, ἐσχαρεῖον, ἰκρίωμα, ἱμασσία, πῆγμα, σανίς; Hungarian: állványzat; Icelandic: vinnupallur, stillans, reisipallur; Ido: eshafodo; Indonesian: perancah; Irish: scafall; Italian: impalcatura, ponteggio; Japanese: 足場; Korean: 비계(飛階); Latin: pegma; Macedonian: скеле; Manx: scammalt; Maori: rangitupu, pouwhata; Norwegian Bokmål: stillas; Persian: داربست‎; Plautdietsch: Steilozh; Polish: rusztowanie; Portuguese: andaime; Romanian: schelărie; Russian: леса, подмостки; Serbo-Croatian Cyrillic: ске̏ла; Roman: skȅla; Slovak: lešenie; Slovene: oder; Spanish: andamio; Swedish: byggnadsställning; Tagalog: palapala; Turkish: iskele; Ukrainian: риштування; Welsh: sgaffald; Yiddish: רישטעוואַניע‎