ὀβολοστάτης: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὀβολοστάτης
|Full diacritics=ὀβολοστᾰ́της
|Medium diacritics=ὀβολοστάτης
|Medium diacritics=ὀβολοστάτης
|Low diacritics=οβολοστάτης
|Low diacritics=οβολοστάτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ovolostatis
|Transliteration C=ovolostatis
|Beta Code=o)bolosta/ths
|Beta Code=o)bolosta/ths
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, ([[ἵστημι]]) [[weigher]] of [[obol]]s, i. e. [[petty]] [[usurer]], Ar.Nu.1155, Hyp.Fr.154, Antiph.168, Philostr.VA8.7, Onos.1.20; but ἐκ τῶν πλουσίων τριάκοντα ᾑρέθησαν ὀ., ὅ ἐστι δανεισταὶ ἐπὶ ὀβολῷ τὴν μνᾶν δανείζοντες Sch.Aeschin.1.39 : perhaps from [[στῆσαι]], = [[δανεῖσαι]]; cf. [[στάσιμος]] and Hsch. s. vv. [[ὀβολοστάτης]], [[ἱστάνειν]] :—fem. [[ὀβολοστάτις]], Pl. Ax.367b, Poll.3.112 : hence [[ὀβολοστατική]] (sc. [[τέχνη]]), ἡ, the [[trade]] of a [[petty]] [[usurer]], and generally, [[usury]], Arist.Pol.1258b2.
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, ([[ἵστημι]]) [[weigher]] of [[obol]]s, i.e. [[petty]] [[usurer]], Ar.Nu.1155, Hyp.Fr.154, Antiph.168, Philostr.VA8.7, Onos.1.20; but ἐκ τῶν πλουσίων τριάκοντα ᾑρέθησαν ὀ., ὅ ἐστι δανεισταὶ ἐπὶ ὀβολῷ τὴν μνᾶν δανείζοντες Sch.Aeschin.1.39 : perhaps from [[στῆσαι]], = [[δανεῖσαι]]; cf. [[στάσιμος]] and [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] s. vv. [[ὀβολοστάτης]], [[ἱστάνειν]] :—fem. [[ὀβολοστάτις]], Pl. Ax.367b, Poll.3.112 : hence [[ὀβολοστατική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), ἡ, the [[trade]] of a [[petty]] [[usurer]], and generally, [[usury]], Arist.Pol.1258b2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ὁ, der Obolen wägt, ein kleinlicher schmutziger Wucherer; Ar. Nubb. 1139; Antiphan. bei Ath. III, 108 c; Plat. Ax. 367 b, mit der v. l. [[ὀβολοστάτις]]. Vgl. Poll. 3, 85.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ὁ, der Obolen wägt, ein kleinlicher schmutziger Wucherer; Ar. Nubb. 1139; Antiphan. bei Ath. III, 108 c; Plat. Ax. 367 b, mit der [[varia lectio|v.l.]] [[ὀβολοστάτις]]. Vgl. Poll. 3, 85.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[usurier]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀβολός]], [[ἵστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀβολοστάτης:''' ου (ᾰ) ὁ взвешиватель оболов, т. е. мелочный ростовщик Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀβολοστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἵστημι]]) ὁ ζυγίζων τοὺς ὀβολούς, ὅ ἐστιν αἰσχροκερδὴς [[δανειστής]], [[τοκογλύφος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1155, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττοῖς» 1. 4· θηλ. ὀβολοστάτις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β. - ὀβολοστατήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀρκάδ. 20. 10: - ἐκ τοῦ [[ὀβολοστάτης]] γίνεται ἡ ὀβολοστᾰτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ τοκογλύφου καὶ [[καθόλου]] τὸ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 10, 4.
|lstext='''ὀβολοστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἵστημι]]) ὁ ζυγίζων τοὺς ὀβολούς, ὅ ἐστιν αἰσχροκερδὴς [[δανειστής]], [[τοκογλύφος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1155, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττοῖς» 1. 4· θηλ. ὀβολοστάτις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β. - ὀβολοστατήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀρκάδ. 20. 10: - ἐκ τοῦ [[ὀβολοστάτης]] γίνεται ἡ ὀβολοστᾰτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ τοκογλύφου καὶ [[καθόλου]] τὸ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 10, 4.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />usurier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβολός]], [[ἵστημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀβολοστάτης]], -ου, ὁ, θηλ. [[ὀβολοστάτις]], -ιδος (Α)<br />αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. ο αισχοκερδής [[δανειστής]], ο [[τοκογλύφος]] («κλάετε ὀβολοστάται αὐτοί τε καὶ τἀρχαῖα καὶ τόκοι τόκων», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβολός]] <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στα</i>- του [[ἵστημι]], <b>πρβλ.</b> [[στάσις]]), <b>πρβλ.</b> <i>θερμο</i>-[[στάτης]], <i>λυχνο</i>-[[στάτης]]].
|mltxt=[[ὀβολοστάτης]], -ου, ὁ, θηλ. [[ὀβολοστάτις]], -ιδος (Α)<br />αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. ο αισχοκερδής [[δανειστής]], ο [[τοκογλύφος]] («κλάετε ὀβολοστάται αὐτοί τε καὶ τἀρχαῖα καὶ τόκοι τόκων», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβολός]] <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στα</i>- του [[ἵστημι]], <b>πρβλ.</b> [[στάσις]]), [[πρβλ]]. [[θερμοστάτης]], [[λυχνοστάτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀβολοστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἵστημι]]), αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. [[αισχροκερδής]] [[τοκογλύφος]], σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὀβολοστᾰτική (ενν. [[τέχνη]]), <i>ἡ</i>, το [[επάγγελμα]] του τοκογλύφου, [[τοκογλυφία]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ὀβολοστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἵστημι]]), αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. [[αισχροκερδής]] [[τοκογλύφος]], σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὀβολοστᾰτική (ενν. [[τέχνη]]), <i>ἡ</i>, το [[επάγγελμα]] του τοκογλύφου, [[τοκογλυφία]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὀβολοστάτης:''' ου (ᾰ) взвешиватель оболов, т. е. мелочный ростовщик Arph.
|mdlsjtxt=ὀβολοστᾰ́της, ου, ὁ, [[ἵστημι]]<br />a [[weigher]] of [[obol]]s, i. e. a [[petty]] [[usurer]], Ar.
}}
}}
{{mdlsj
{{trml
|mdlsjtxt=ὀβολο-στᾰ́της, ου, , [[ἵστημι]]<br />a weigher of obols, i. e. a [[petty]] [[usurer]], Ar.
|trtx====[[usurer]]===
Azerbaijani: müamiləçi, sələmçi; Bulgarian: лихвар; Chinese Mandarin: 高利貸/高利贷; Czech: lichvář; Danish: ågerkarl; Dutch: [[woekeraar]], [[woekeraarster]]; Esperanto: uzuranto, viruzuranto, uzurantino, uzuristo, viruzuristo, uzuristino, uzurulo, viruzurulo, uzurulino, procentegisto, virprocentegisto, procentegistino, procentegulo, virprocentegulo, procentegulino; Finnish: koronkiskuri; French: [[usurier]], [[usurière]]; Galician: usureiro, usureira; Georgian: მევახშე; German: [[Wucherer]], [[Wucherin]], [[Kredithai]], [[Zinswucherer]]; Greek: [[τοκογλύφος]]; Ancient Greek: [[δανειοκόπος]], [[ὀβολοστάτης]], [[ὀβολοστάτις]], [[τοκιστής]], [[τοκίστρια]], [[τοκογλύφος]], [[χρήστης]]; Hungarian: uzsorás; Indonesian: rentenir; Italian: [[usuraio]], [[usuraia]], [[strozzino]], [[strozzina]]; Japanese: 高利貸し; Latin: [[toculio]], [[danista]]; Macedonian: лихвар; Maori: kaiwhakatuputupu moni; Norwegian Bokmål: ågerkar, ågerkarl; Nynorsk: ågerkar; Polish: lichwiarz; Portuguese: [[usurário]], [[usureiro]], [[agiota]]; Romanian: cămătar, cămătăreasă, uzurar; Russian: [[ростовщик]], [[ростовщица]], [[процентщик]], [[процентщица]]; Serbo-Croatian Cyrillic: лихвар; Roman: lihvar; Slovak: úžerník; Spanish: [[usurero]], [[usurera]]; Swedish: ockrare; Tagalog: buwayang-lubog, buwaya sa katihan; Turkish: tefeci, murabahacı; Ukrainian: лихвар, лихварка; Volapük: vukan, hivukan, jivukan
}}
}}

Latest revision as of 09:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβολοστᾰ́της Medium diacritics: ὀβολοστάτης Low diacritics: οβολοστάτης Capitals: ΟΒΟΛΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: obolostátēs Transliteration B: obolostatēs Transliteration C: ovolostatis Beta Code: o)bolosta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἵστημι) weigher of obols, i.e. petty usurer, Ar.Nu.1155, Hyp.Fr.154, Antiph.168, Philostr.VA8.7, Onos.1.20; but ἐκ τῶν πλουσίων τριάκοντα ᾑρέθησαν ὀ., ὅ ἐστι δανεισταὶ ἐπὶ ὀβολῷ τὴν μνᾶν δανείζοντες Sch.Aeschin.1.39 : perhaps from στῆσαι, = δανεῖσαι; cf. στάσιμος and Hsch. s. vv. ὀβολοστάτης, ἱστάνειν :—fem. ὀβολοστάτις, Pl. Ax.367b, Poll.3.112 : hence ὀβολοστατική (sc. τέχνη), ἡ, the trade of a petty usurer, and generally, usury, Arist.Pol.1258b2.

German (Pape)

[Seite 289] ὁ, der Obolen wägt, ein kleinlicher schmutziger Wucherer; Ar. Nubb. 1139; Antiphan. bei Ath. III, 108 c; Plat. Ax. 367 b, mit der v.l. ὀβολοστάτις. Vgl. Poll. 3, 85.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
usurier.
Étymologie: ὀβολός, ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ὀβολοστάτης: ου (ᾰ) ὁ взвешиватель оболов, т. е. мелочный ростовщик Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβολοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἵστημι) ὁ ζυγίζων τοὺς ὀβολούς, ὅ ἐστιν αἰσχροκερδὴς δανειστής, τοκογλύφος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1155, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττοῖς» 1. 4· θηλ. ὀβολοστάτις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β. - ὀβολοστατήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀρκάδ. 20. 10: - ἐκ τοῦ ὀβολοστάτης γίνεται ἡ ὀβολοστᾰτικὴ (δηλ. τέχνη) ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τοκογλύφου καὶ καθόλου τὸ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 10, 4.

Greek Monolingual

ὀβολοστάτης, -ου, ὁ, θηλ. ὀβολοστάτις, -ιδος (Α)
αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. ο αισχοκερδής δανειστής, ο τοκογλύφος («κλάετε ὀβολοστάται αὐτοί τε καὶ τἀρχαῖα καὶ τόκοι τόκων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + -στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα- του ἵστημι, πρβλ. στάσις), πρβλ. θερμοστάτης, λυχνοστάτης].

Greek Monotonic

ὀβολοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἵστημι), αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. αισχροκερδής τοκογλύφος, σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὀβολοστᾰτική (ενν. τέχνη), , το επάγγελμα του τοκογλύφου, τοκογλυφία, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὀβολοστᾰ́της, ου, ὁ, ἵστημι
a weigher of obols, i. e. a petty usurer, Ar.

Translations

usurer

Azerbaijani: müamiləçi, sələmçi; Bulgarian: лихвар; Chinese Mandarin: 高利貸/高利贷; Czech: lichvář; Danish: ågerkarl; Dutch: woekeraar, woekeraarster; Esperanto: uzuranto, viruzuranto, uzurantino, uzuristo, viruzuristo, uzuristino, uzurulo, viruzurulo, uzurulino, procentegisto, virprocentegisto, procentegistino, procentegulo, virprocentegulo, procentegulino; Finnish: koronkiskuri; French: usurier, usurière; Galician: usureiro, usureira; Georgian: მევახშე; German: Wucherer, Wucherin, Kredithai, Zinswucherer; Greek: τοκογλύφος; Ancient Greek: δανειοκόπος, ὀβολοστάτης, ὀβολοστάτις, τοκιστής, τοκίστρια, τοκογλύφος, χρήστης; Hungarian: uzsorás; Indonesian: rentenir; Italian: usuraio, usuraia, strozzino, strozzina; Japanese: 高利貸し; Latin: toculio, danista; Macedonian: лихвар; Maori: kaiwhakatuputupu moni; Norwegian Bokmål: ågerkar, ågerkarl; Nynorsk: ågerkar; Polish: lichwiarz; Portuguese: usurário, usureiro, agiota; Romanian: cămătar, cămătăreasă, uzurar; Russian: ростовщик, ростовщица, процентщик, процентщица; Serbo-Croatian Cyrillic: лихвар; Roman: lihvar; Slovak: úžerník; Spanish: usurero, usurera; Swedish: ockrare; Tagalog: buwayang-lubog, buwaya sa katihan; Turkish: tefeci, murabahacı; Ukrainian: лихвар, лихварка; Volapük: vukan, hivukan, jivukan