παρακομιδή: Difference between revisions

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
mNo edit summary
(CSV import)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parakomidi
|Transliteration C=parakomidi
|Beta Code=parakomidh/
|Beta Code=parakomidh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[transportation]], [[conveyance]], τῶν ἐπιτηδείων ἐκ τῆς Εὐβοίας <span class="bibl">Th.7.28</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PRev.Laws</span> 48.11</span> (iii B.C.), etc.; ποιεῖσθαι τὴν π. τῶν ἀναγκαίων <span class="bibl">Plb. 10.10.13</span>; [[bringing up]], τοῦ χάρακος <span class="bibl">Id.18.18.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (from Pass.) [[going across]] or [[sailing across]], [[passage]], [[transit]], ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν <span class="bibl">Th.5.5</span>, cf. <span class="bibl">Plb.3.43.3</span>, etc.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[transportation]], [[conveyance]], τῶν ἐπιτηδείων ἐκ τῆς Εὐβοίας Th.7.28, cf. ''PRev.Laws'' 48.11 (iii B.C.), etc.; ποιεῖσθαι τὴν π. τῶν ἀναγκαίων Plb. 10.10.13; [[bringing up]], τοῦ χάρακος Id.18.18.4.<br><span class="bld">II</span> (from Pass.) [[going across]] or [[sailing across]], [[passage]], [[transit]], ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Th.5.5, cf. Plb.3.43.3, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0484.png Seite 484]] ἡ, das Daneben-, Herbeitragen, die Zufuhr, ἐπιτηδείων u. ä., Pol. 10, 10, 13; – das Hinfahren, Überfahren, ἡ ἐς τὴν Σικελίαν, Thuc. 5, 5; παρακομιδὴν ποιεῖσθαι, überfahren, Pol. 5, 5, 3 u. öfter; διὰ τοῦ πόρου, 3, 43, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0484.png Seite 484]] ἡ, das Daneben-, Herbeitragen, die Zufuhr, ἐπιτηδείων u. ä., Pol. 10, 10, 13; – das Hinfahren, Überfahren, ἡ ἐς τὴν Σικελίαν, Thuc. 5, 5; παρακομιδὴν ποιεῖσθαι, überfahren, Pol. 5, 5, 3 u. öfter; διὰ τοῦ πόρου, 3, 43, 3.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''παρακομῐδή''': ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, μεταβίβασις, [[μεταφορά]], Θουκ. 7. 28· π. ποιεῖσθαι τῶν ἀναγκαίων Πολύβ. 10. 10, 13· ― [[συμπλήρωσις]], τοῦ χάρακος ὁ αὐτ. 18. 1, 4, ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταβαίνειν ἢ περαιοῦσθαι εἰς τὸ [[ἀντιπέραν]] [[μέρος]], διάβασις, ἡ π. ἐς τὴν Σικελίαν Θουκ. 5. 5, πρβλ. Πολύβ. 3. 43, 3, κτλ.
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action de transporter]], [[transport]];<br /><b>2</b> [[traversée]], [[trajet]].<br />'''Étymologie:''' [[παρακομίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρακομιδή -ῆς, ἡ [παρακομίζω] transport:. ἡ τῶν ἐπιτηδείων π. het transport van de levensmiddelen Thuc. 7.28.1. vaart, overtocht:. ἐν δὲ τῇ παρακομιδῇ τῇ ἐς τὴν Σικελίαν op de overtocht naar Sicilië Thuc. 5.5.1.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ῆς () :<br /><b>1</b> action de transporter, transport;<br /><b>2</b> traversée, trajet.<br />'''Étymologie:''' [[παρακομίζω]].
|elrutext='''παρακομῐδή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[привоз]], [[доставка]] (ἐπιτηδείων Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[переезд]] (ἐς τὴν Σικελίαν Thuc.; διὰ τοῦ πόρου Polyb.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρακομῐδή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφορά]], [[μεταβίβαση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> (από την Παθ.), [[πέρασμα]] ή [[μετάβαση]] στο [[απέναντι]] [[σημείο]], [[διάβαση]], [[πέρασμα]], στον ίδ.
|lsmtext='''παρακομῐδή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφορά]], [[μεταβίβαση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> (από την Παθ.), [[πέρασμα]] ή [[μετάβαση]] στο [[απέναντι]] [[σημείο]], [[διάβαση]], [[πέρασμα]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρακομῐδή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> привоз, доставка (ἐπιτηδείων Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> переезд (ἐς τὴν Σικελίαν Thuc.; διὰ τοῦ πόρου Polyb.).
|lstext='''παρακομῐδή''': ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, μεταβίβασις, [[μεταφορά]], Θουκ. 7. 28· π. ποιεῖσθαι τῶν ἀναγκαίων Πολύβ. 10. 10, 13· ― [[συμπλήρωσις]], τοῦ χάρακος ὁ αὐτ. 18. 1, 4, ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταβαίνειν ἢ περαιοῦσθαι εἰς τὸ [[ἀντιπέραν]] [[μέρος]], διάβασις, ἡ π. ἐς τὴν Σικελίαν Θουκ. 5. 5, πρβλ. Πολύβ. 3. 43, 3, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρακομιδή -ῆς, [παρακομίζω] transport:. ἡ τῶν ἐπιτηδείων π. het transport van de levensmiddelen Thuc. 7.28.1. vaart, overtocht:. ἐν δὲ τῇ παρακομιδῇ τῇ ἐς τὴν Σικελίαν op de overtocht naar Sicilië Thuc. 5.5.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[bringing in]]
|woodrun=[[bringing in]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[transportatio]]'', [[conveyance]], [[transport]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.28.1/ 7.28.1],<br>''[[praetervectio]]'', [[sailing past]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.5.1/ 5.5.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακομῐδή Medium diacritics: παρακομιδή Low diacritics: παρακομιδή Capitals: ΠΑΡΑΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: parakomidḗ Transliteration B: parakomidē Transliteration C: parakomidi Beta Code: parakomidh/

English (LSJ)

ἡ,
A transportation, conveyance, τῶν ἐπιτηδείων ἐκ τῆς Εὐβοίας Th.7.28, cf. PRev.Laws 48.11 (iii B.C.), etc.; ποιεῖσθαι τὴν π. τῶν ἀναγκαίων Plb. 10.10.13; bringing up, τοῦ χάρακος Id.18.18.4.
II (from Pass.) going across or sailing across, passage, transit, ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Th.5.5, cf. Plb.3.43.3, etc.

German (Pape)

[Seite 484] ἡ, das Daneben-, Herbeitragen, die Zufuhr, ἐπιτηδείων u. ä., Pol. 10, 10, 13; – das Hinfahren, Überfahren, ἡ ἐς τὴν Σικελίαν, Thuc. 5, 5; παρακομιδὴν ποιεῖσθαι, überfahren, Pol. 5, 5, 3 u. öfter; διὰ τοῦ πόρου, 3, 43, 3.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de transporter, transport;
2 traversée, trajet.
Étymologie: παρακομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακομιδή -ῆς, ἡ [παρακομίζω] transport:. ἡ τῶν ἐπιτηδείων π. het transport van de levensmiddelen Thuc. 7.28.1. vaart, overtocht:. ἐν δὲ τῇ παρακομιδῇ τῇ ἐς τὴν Σικελίαν op de overtocht naar Sicilië Thuc. 5.5.1.

Russian (Dvoretsky)

παρακομῐδή:
1 привоз, доставка (ἐπιτηδείων Polyb.);
2 переезд (ἐς τὴν Σικελίαν Thuc.; διὰ τοῦ πόρου Polyb.).

Greek Monolingual

ἡ, Α παρακομίζω
1. μεταβίβαση, μεταφορά
2. συμπλήρωση
3. μετάβαση στο απέναντι μέρος, διάβαση, πέρασμα («ἀσφαλεστέρα γίγνοιτο τοῖς μονοξύλοις ή παρακομιδὴ διὰ τοῦ πόρου», Πολ.).

Greek Monotonic

παρακομῐδή: ἡ,
I. μεταφορά, μεταβίβαση, σε Θουκ.
II. (από την Παθ.), πέρασμα ή μετάβαση στο απέναντι σημείο, διάβαση, πέρασμα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακομῐδή: ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, μεταβίβασις, μεταφορά, Θουκ. 7. 28· π. ποιεῖσθαι τῶν ἀναγκαίων Πολύβ. 10. 10, 13· ― συμπλήρωσις, τοῦ χάρακος ὁ αὐτ. 18. 1, 4, ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταβαίνειν ἢ περαιοῦσθαι εἰς τὸ ἀντιπέραν μέρος, διάβασις, ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Θουκ. 5. 5, πρβλ. Πολύβ. 3. 43, 3, κτλ.

Middle Liddell

παρακομῐδή, ἡ,
I. a carrying across, transporting, Thuc.
II. (from Pass.) a going or sailing across, passage, transit, Thuc. [from παρακομίζω

English (Woodhouse)

bringing in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

transportatio, conveyance, transport, 7.28.1,
praetervectio, sailing past, 5.5.1.