ἡγέτης: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=igetis | |Transliteration C=igetis | ||
|Beta Code=h(ge/ths | |Beta Code=h(ge/ths | ||
|Definition= | |Definition=ἡγέτου, ὁ, Dor. [[ἁγέτης]] (ἀγ-), ([[ἡγέομαι]]) [[leader]], voc. ἡγέτα ὁδοῖο ''Epigr.Gr.''1035.13 (Pergam.); ἀγέτα κώμων Orph.''H.''52.7 codd.; ἀ. θηροσύνας ''AP''6.167 (Agath.):—fem. [[ἁγέτις]], ιδος, ib.7.425 (Antip.Sid.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1151.png Seite 1151]] ὁ, der Führer, Anführer, VLL. Vgl. ἀγέτης. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1151.png Seite 1151]] ὁ, der Führer, Anführer, VLL. Vgl. ἀγέτης. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[guide]], [[chef]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡγέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡγέτης''': -ου, ὁ, Δωρ. ἁγ-. ([[ἡγέομαι]]) [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], κλητ. ἡγέθ’ ὁδοῖο Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23· ἀγέτα κώμων Ὀρφ. Ὕμν. 51. 7· θηροσύνας Ἀνθ. Π. 6. 167· -θηλ. ἀγέτις, ιδος, [[αὐτόθι]] 7. 425. | |lstext='''ἡγέτης''': -ου, ὁ, Δωρ. ἁγ-. ([[ἡγέομαι]]) [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], κλητ. ἡγέθ’ ὁδοῖο Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23· ἀγέτα κώμων Ὀρφ. Ὕμν. 51. 7· θηροσύνας Ἀνθ. Π. 6. 167· -θηλ. ἀγέτις, ιδος, [[αὐτόθι]] 7. 425. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡγέτου, ὁ, Dor. ἁγέτης (ἀγ-), (ἡγέομαι) leader, voc. ἡγέτα ὁδοῖο Epigr.Gr.1035.13 (Pergam.); ἀγέτα κώμων Orph.H.52.7 codd.; ἀ. θηροσύνας AP6.167 (Agath.):—fem. ἁγέτις, ιδος, ib.7.425 (Antip.Sid.).
German (Pape)
[Seite 1151] ὁ, der Führer, Anführer, VLL. Vgl. ἀγέτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
guide, chef.
Étymologie: ἡγέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. ἁγ-. (ἡγέομαι) ἡγεμών, ἀρχηγός, κλητ. ἡγέθ’ ὁδοῖο Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23· ἀγέτα κώμων Ὀρφ. Ὕμν. 51. 7· θηροσύνας Ἀνθ. Π. 6. 167· -θηλ. ἀγέτις, ιδος, αὐτόθι 7. 425.
Greek Monolingual
ηγέτης, ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις)
οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε- (του ηγέομαι, ηγούμαι) + κατάλ. -της (πρβλ. ευεργέτης, καταθέτης)].
Greek Monotonic
ἡγέτης: -ου, ὁ (ἡγέομαι), Δωρ. ἁγέτα, αρχηγός, οδηγός, σε Ανθ.