Σελλοί: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Selloi | |Transliteration C=Selloi | ||
|Beta Code=*selloi/ | |Beta Code=*selloi/ | ||
|Definition=οἱ, | |Definition=οἱ, [[Selli]], ancient inhabitants of [[Dodona]], guardians of the oracle of [[Zeus]], ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ' ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Il.16.234; τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν… Σελλῶν S.''Tr.''1167; ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι, πηγαῖς δ' οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας E.''Fr.''367, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''352b2, Str.7.7.10. (Pi. (''Fr.''59) understood <b class="b3">ἀμφὶ δέ σ' Ἑλλοί</b> in Il. [[l.c.]], but this is an error acc. to Aristarch., cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[Σελλήεις]], though countenanced by Id.s.v. [[Ἕλλα]] and [[Ἕλα]], where it is apparently derived from Lacon. [[ἕλλα]] [[seat]] (''[[sc.]]'' of Zeus at Dodona).) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶν (οἱ) :<br />les Selles, prêtres de Zeus à Dodone, <i>ou</i> anciens habitants de Dodone.<br />'''Étymologie:''' pê apparenté à [[ἅλλομαι]], cf. Salii. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Σελλοί:''' οἱ селлы (коренные обитатели Додоны, впоследствии жрецы храма Зевса в Додоне) Hom., Soph., Eur. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Σελλοί''': οἱ, ἐξ ἀρχῆς κάτοικοι τῆς Δωδώνης, φύλακες τοῦ μαντείου τοῦ [[Διός]], ἠναγκασμένοι νὰ διάγωσι βίον τραχὺν καὶ ἀσκητικόν, Σελλοὶ ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 234· τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν Σελλῶν Σοφ. Τραχ. 1167· ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι, πηγαῖς δ’ οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας Εὐρ. Ἀποσπ. 368, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 15, Στράβ. 328. (Ὁ Πίνδ. ἔχει Ἑλλοί, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[τύπος]] ἀδελφικὸς τῆς αὐτῆς λέξεως, συγγενὲς τῷ [[Ἕλλην]], Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 81· ὁ Κούρτ. ὑπαινίσσεται ὡς ῥίζαν τὸ [[ῥῆμα]] [[ἅλλομαι]] παραβάλλων τὸ Λατ. Salii ἐκ τοῦ salio· ὁ Ἡσύχ. φαίνεται ὅτι σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὴν ἱερὰν τοῦ Διὸς ἕδραν ἐν Δωδώνῃ· «Ἕλλα· [[καθέδρα]], καὶ Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ» (ἴδε ἔλα παρὰ τῷ αὐτῷ), πρβλ. σέλμα, Λατ. sell-a). | |lstext='''Σελλοί''': οἱ, ἐξ ἀρχῆς κάτοικοι τῆς Δωδώνης, φύλακες τοῦ μαντείου τοῦ [[Διός]], ἠναγκασμένοι νὰ διάγωσι βίον τραχὺν καὶ ἀσκητικόν, Σελλοὶ ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 234· τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν Σελλῶν Σοφ. Τραχ. 1167· ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι, πηγαῖς δ’ οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας Εὐρ. Ἀποσπ. 368, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 15, Στράβ. 328. (Ὁ Πίνδ. ἔχει Ἑλλοί, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[τύπος]] ἀδελφικὸς τῆς αὐτῆς λέξεως, συγγενὲς τῷ [[Ἕλλην]], Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 81· ὁ Κούρτ. ὑπαινίσσεται ὡς ῥίζαν τὸ [[ῥῆμα]] [[ἅλλομαι]] παραβάλλων τὸ Λατ. Salii ἐκ τοῦ salio· ὁ Ἡσύχ. φαίνεται ὅτι σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὴν ἱερὰν τοῦ Διὸς ἕδραν ἐν Δωδώνῃ· «Ἕλλα· [[καθέδρα]], καὶ Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ» (ἴδε ἔλα παρὰ τῷ αὐτῷ), πρβλ. σέλμα, Λατ. sell-a). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Σελλοί:''' οἱ, [[Σελλοί]], φύλακες του μαντείου του [[Δία]] στη [[Δωδώνη]], δεσμευμένοι να ζουν τραχιά κι ασκητική [[ζωή]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. | |lsmtext='''Σελλοί:''' οἱ, [[Σελλοί]], φύλακες του μαντείου του [[Δία]] στη [[Δωδώνη]], δεσμευμένοι να ζουν τραχιά κι ασκητική [[ζωή]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''Σελλοί''': {Selloí}<br />'''Grammar''': m. pl.<br />'''Meaning''': Verehrer und Priester des Zeus in Dodona (Π 234, S. ''Tr''. 1167 u. a.).<br />'''Etymology''' : Schon wegen der unbekannten Grundbedeutung unklar. Übersicht über die bisherigen Versuche bei Lochner-Hüttenbach Die Pelasger (s. [[Πελασγοί]]) 147ff., wo mit Güntert und Brandenstein eine ursprüngliche Bed. [[Opferer]] (zu got. ''saljan'' [[darbringen]], [[opfern]]) angenommen wird; das Wort sei illyrisch. Anders v. Windekens Names 9, 91 ff. (m. Lit.): als χαμαιεῦναι, ἀνιπτόποδες (Π 235) mit der Erde verbunden; somit als pelasgisch zu lat. ''solum'' [[Boden]]. — Vgl. zu [[Ἑλλάς]].<br />'''Page''' 2,692 | |ftr='''Σελλοί''': {Selloí}<br />'''Grammar''': m. pl.<br />'''Meaning''': Verehrer und Priester des Zeus in Dodona (Π 234, S. ''Tr''. 1167 u. a.).<br />'''Etymology''': Schon wegen der unbekannten Grundbedeutung unklar. Übersicht über die bisherigen Versuche bei Lochner-Hüttenbach Die Pelasger (s. [[Πελασγοί]]) 147ff., wo mit Güntert und Brandenstein eine ursprüngliche Bed. [[Opferer]] (zu got. ''saljan'' [[darbringen]], [[opfern]]) angenommen wird; das Wort sei illyrisch. Anders v. Windekens Names 9, 91 ff. (m. Lit.): als χαμαιεῦναι, ἀνιπτόποδες (Π 235) mit der Erde verbunden; somit als pelasgisch zu lat. ''solum'' [[Boden]]. — Vgl. zu [[Ἑλλάς]].<br />'''Page''' 2,692 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
οἱ, Selli, ancient inhabitants of Dodona, guardians of the oracle of Zeus, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ' ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Il.16.234; τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν… Σελλῶν S.Tr.1167; ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι, πηγαῖς δ' οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας E.Fr.367, cf. Arist.Mete.352b2, Str.7.7.10. (Pi. (Fr.59) understood ἀμφὶ δέ σ' Ἑλλοί in Il. l.c., but this is an error acc. to Aristarch., cf. Hsch. s.v. Σελλήεις, though countenanced by Id.s.v. Ἕλλα and Ἕλα, where it is apparently derived from Lacon. ἕλλα seat (sc. of Zeus at Dodona).)
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
les Selles, prêtres de Zeus à Dodone, ou anciens habitants de Dodone.
Étymologie: pê apparenté à ἅλλομαι, cf. Salii.
Russian (Dvoretsky)
Σελλοί: οἱ селлы (коренные обитатели Додоны, впоследствии жрецы храма Зевса в Додоне) Hom., Soph., Eur. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Σελλοί: οἱ, ἐξ ἀρχῆς κάτοικοι τῆς Δωδώνης, φύλακες τοῦ μαντείου τοῦ Διός, ἠναγκασμένοι νὰ διάγωσι βίον τραχὺν καὶ ἀσκητικόν, Σελλοὶ ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 234· τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν Σελλῶν Σοφ. Τραχ. 1167· ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι, πηγαῖς δ’ οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας Εὐρ. Ἀποσπ. 368, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 15, Στράβ. 328. (Ὁ Πίνδ. ἔχει Ἑλλοί, ὅπερ εἶναι τύπος ἀδελφικὸς τῆς αὐτῆς λέξεως, συγγενὲς τῷ Ἕλλην, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 81· ὁ Κούρτ. ὑπαινίσσεται ὡς ῥίζαν τὸ ῥῆμα ἅλλομαι παραβάλλων τὸ Λατ. Salii ἐκ τοῦ salio· ὁ Ἡσύχ. φαίνεται ὅτι σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὴν ἱερὰν τοῦ Διὸς ἕδραν ἐν Δωδώνῃ· «Ἕλλα· καθέδρα, καὶ Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ» (ἴδε ἔλα παρὰ τῷ αὐτῷ), πρβλ. σέλμα, Λατ. sell-a).
English (Autenrieth)
the Selli, priests of Zeus at Dodōna, Il. 16.234†.
Greek Monolingual
oἱ, Α
κάτοικοι της Δωδώνης, φύλακες του μουσείου του Διός, που ήταν υποχρεωμένοι να ζουν ασκητικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για ιλλυρικό τ. με σημ. «ιερουργός, θύτης», που συνδέεται με το γοτθ. saljan «προσφέρω, θυσιάζω». Για την σύνδεση του τ. με την λ. Ἕλληνες βλ. λ.].
Greek Monotonic
Σελλοί: οἱ, Σελλοί, φύλακες του μαντείου του Δία στη Δωδώνη, δεσμευμένοι να ζουν τραχιά κι ασκητική ζωή, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. pl.
Meaning: worshippers and priests of Zeus in Dodona (Π 234, S. Tr. 1167 a. o.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Already because of the unknown basic meaning unclear. Survey of the attempts at interpretation up to now in Lochner-Hüttenbach Die Pelasger (s. Πελασγοί) 147ff., where with Güntert and Brandenstein an orig. meaning sacrificers (to Goth. saljan present, sacrifice) is assumed; the word would be Illyrian. -- Cf. on Ελλάς.
Middle Liddell
the Selli, guardians of the oracle of Zeus at Dodona, bound to live a rough, austere life, Il., Soph.,
Frisk Etymology German
Σελλοί: {Selloí}
Grammar: m. pl.
Meaning: Verehrer und Priester des Zeus in Dodona (Π 234, S. Tr. 1167 u. a.).
Etymology: Schon wegen der unbekannten Grundbedeutung unklar. Übersicht über die bisherigen Versuche bei Lochner-Hüttenbach Die Pelasger (s. Πελασγοί) 147ff., wo mit Güntert und Brandenstein eine ursprüngliche Bed. Opferer (zu got. saljan darbringen, opfern) angenommen wird; das Wort sei illyrisch. Anders v. Windekens Names 9, 91 ff. (m. Lit.): als χαμαιεῦναι, ἀνιπτόποδες (Π 235) mit der Erde verbunden; somit als pelasgisch zu lat. solum Boden. — Vgl. zu Ἑλλάς.
Page 2,692