προσχηματισμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proschimatismos
|Transliteration C=proschimatismos
|Beta Code=prosxhmatismo/s
|Beta Code=prosxhmatismo/s
|Definition=ὁ, [[outward show]], <b class="b3">τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π</b>. Gal.<span class="title">Anim. Pass.</span>2.2 ([[nisi legendum|nisi leg.]] <b class="b3">πρὸς χρηματισμόν</b>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Protr.</span>14</span>).
|Definition=ὁ, [[outward show]], <b class="b3">τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π.</b> Gal.''Anim. Pass.''2.2 ([[nisi legendum|nisi leg.]] <b class="b3">πρὸς χρηματισμόν</b>, cf. ''Protr.''14).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0789.png Seite 789]] ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst [[παραγωγή]]. ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst [[παραγωγή]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0789.png Seite 789]] ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst [[παραγωγή]]. ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst [[παραγωγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσχημᾰτισμός:''' ὁ (= [[παραγωγή]]) грам. слоговое удлинение (напр. в [[τουτονί]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[προσχηματίζω]]<br /><b>γραμμ.</b> α) [[επαύξηση]] [[κατά]] μια [[συλλαβή]] της κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. <i>όνειρα ονείρα</i>-<i>τα</i><br />β) [[μόριο]] με το οποίο επαυξάνεται μια [[αντωνυμία]] ή ένα [[επίρρημα]], όπως λ.χ. <i>εδω</i>-<i>δά</i>, <i>ὅ</i>-<i>δε</i>, <i>οὑτοσ</i>-<i>ί</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο εκ τών προτέρων [[σχηματισμός]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> οντογενετική [[θεωρία]] [[κατά]] την οποία το νέο [[άτομο]] δεν δημιουργείται [[αλλά]] προϋπάρχει ήδη υπό την πλήρη [[μορφή]] του, πολύ μικρό, στην [[κατάσταση]] του σπορίου<br /><b>αρχ.</b><br />εξωτερική [[εκδήλωση]].
|mltxt=ο, ΝΑ [[προσχηματίζω]]<br /><b>γραμμ.</b> α) [[επαύξηση]] [[κατά]] μια [[συλλαβή]] της κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. <i>όνειρα ονείρα</i>-<i>τα</i><br />β) [[μόριο]] με το οποίο επαυξάνεται μια [[αντωνυμία]] ή ένα [[επίρρημα]], όπως λ.χ. <i>εδω</i>-<i>δά</i>, <i>ὅ</i>-<i>δε</i>, <i>οὑτοσ</i>-<i>ί</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο εκ τών προτέρων [[σχηματισμός]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> οντογενετική [[θεωρία]] [[κατά]] την οποία το νέο [[άτομο]] δεν δημιουργείται [[αλλά]] προϋπάρχει ήδη υπό την πλήρη [[μορφή]] του, πολύ μικρό, στην [[κατάσταση]] του σπορίου<br /><b>αρχ.</b><br />εξωτερική [[εκδήλωση]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσχημᾰτισμός:''' ὁ (= [[παραγωγή]]) грам. слоговое удлинение (напр. в [[τουτονί]]).
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχημᾰτισμός Medium diacritics: προσχηματισμός Low diacritics: προσχηματισμός Capitals: ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: proschēmatismós Transliteration B: proschēmatismos Transliteration C: proschimatismos Beta Code: prosxhmatismo/s

English (LSJ)

ὁ, outward show, τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π. Gal.Anim. Pass.2.2 (nisi leg. πρὸς χρηματισμόν, cf. Protr.14).

German (Pape)

[Seite 789] ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή. ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή.

Russian (Dvoretsky)

προσχημᾰτισμός: ὁ (= παραγωγή) грам. слоговое удлинение (напр. в τουτονί).

Greek (Liddell-Scott)

προσχημᾰτισμός: ὁ, «προσχηματισμός ἐστι προσθήκη μιᾶς συλλαβῆς κατὰ τὸ τέλος, οἷον ὄνειρα ὀνείρατα», Ἰωσὴφ τοῦ Ρακενδ. Σύνοψ. Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 567, 30.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προσχηματίζω
γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή της κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα-τα
β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω-δά, -δε, οὑτοσ-ί
νεοελλ.
1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός
2. βιολ. οντογενετική θεωρία κατά την οποία το νέο άτομο δεν δημιουργείται αλλά προϋπάρχει ήδη υπό την πλήρη μορφή του, πολύ μικρό, στην κατάσταση του σπορίου
αρχ.
εξωτερική εκδήλωση.