χιλιοστύς: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chiliostys | |Transliteration C=chiliostys | ||
|Beta Code=xiliostu/s | |Beta Code=xiliostu/s | ||
|Definition=ύος, ἡ, [[body of a thousand]], | |Definition=ύος, ἡ, [[body of a thousand]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.4.3, 6.3.13.31. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] ἡ, eine Zahl von Tausend, z. B. eine Abtheilung Soldaten, Xen. Cyr. 2, 4,3. 6, 3,31. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] ἡ, eine Zahl von Tausend, z. B. eine Abtheilung Soldaten, Xen. Cyr. 2, 4,3. 6, 3,31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ύος (ἡ) :<br />[[corps de mille hommes]].<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χῑλιοστύς:''' ύος ἡ [[тысячный отряд]] Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῑλιοστύς''': -ύος, ἡ, [[σῶμα]] στρατιωτῶν ἐκ χιλίων, παραγγείλας τὴν πρώτην χιλιοστὺν ἕπεσθαι κατὰ χώραν Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 4, 3· τὴν χιλιοστὴν τῶν ἱππέων λαβὼν 6. 3, 13 καὶ 31. | |lstext='''χῑλιοστύς''': -ύος, ἡ, [[σῶμα]] στρατιωτῶν ἐκ χιλίων, παραγγείλας τὴν πρώτην χιλιοστὺν ἕπεσθαι κατὰ χώραν Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 4, 3· τὴν χιλιοστὴν τῶν ἱππέων λαβὼν 6. 3, 13 καὶ 31. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χιλιαστύς]] και [[χελληστύς]], -ύος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[τμήμα]] φυλής στην Σάμο, στην Κω, στην Έφεσο κ.α., του οποίου υποδιαιρέσεις ήταν οι εκατοστύες και τα γένη<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[σώμα]] χιλίων στρατιωτών, [[χιλιαρχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το αριθμητικό [[χίλιοι]] με [[επίθημα]] -<i>οσ</i>-<i>τύς</i> το οποίο έχει προέλθει από έναν συνδυασμό τών καταλ. -<i>οστός</i> και -<i>τύς</i> ( | |mltxt=και [[χιλιαστύς]] και [[χελληστύς]], -ύος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[τμήμα]] φυλής στην Σάμο, στην Κω, στην Έφεσο κ.α., του οποίου υποδιαιρέσεις ήταν οι εκατοστύες και τα γένη<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[σώμα]] χιλίων στρατιωτών, [[χιλιαρχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το αριθμητικό [[χίλιοι]] με [[επίθημα]] -<i>οσ</i>-<i>τύς</i> το οποίο έχει προέλθει από έναν συνδυασμό τών καταλ. -<i>οστός</i> και -<i>τύς</i> ([[πρβλ]]. [[μυριοστύς]]). Ο ιων. τ. [[χιλιαστύς]] κατ' [[επίδραση]] του τ. [[χιλιάς]], ενώ ο αιολ. τ. [[χελληστύς]] παραμένει</i> [[δυσερμήνευτος]] ως [[προς]] τον σχηματισμό του επιθήματος]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χῑλιοστύς:''' -ύος, ἡ ([[χίλιοι]]), [[σώμα]] χιλίων [[ανδρών]], σε Ξεν. | |lsmtext='''χῑλιοστύς:''' -ύος, ἡ ([[χίλιοι]]), [[σώμα]] χιλίων [[ανδρών]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χῑλιοστύς, ύος, ἡ, [[χίλιοι]]<br />a [[body]] of a [[thousand]], Xen. | |mdlsjtxt=χῑλιοστύς, ύος, ἡ, [[χίλιοι]]<br />a [[body]] of a [[thousand]], Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ύος, ἡ, body of a thousand, X.Cyr.2.4.3, 6.3.13.31.
German (Pape)
[Seite 1356] ἡ, eine Zahl von Tausend, z. B. eine Abtheilung Soldaten, Xen. Cyr. 2, 4,3. 6, 3,31.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
corps de mille hommes.
Étymologie: χίλιοι.
Russian (Dvoretsky)
χῑλιοστύς: ύος ἡ тысячный отряд Xen.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιοστύς: -ύος, ἡ, σῶμα στρατιωτῶν ἐκ χιλίων, παραγγείλας τὴν πρώτην χιλιοστὺν ἕπεσθαι κατὰ χώραν Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 4, 3· τὴν χιλιοστὴν τῶν ἱππέων λαβὼν 6. 3, 13 καὶ 31.
Greek Monolingual
και χιλιαστύς και χελληστύς, -ύος, ἡ, Α
1. τμήμα φυλής στην Σάμο, στην Κω, στην Έφεσο κ.α., του οποίου υποδιαιρέσεις ήταν οι εκατοστύες και τα γένη
2. στρ. σώμα χιλίων στρατιωτών, χιλιαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το αριθμητικό χίλιοι με επίθημα -οσ-τύς το οποίο έχει προέλθει από έναν συνδυασμό τών καταλ. -οστός και -τύς (πρβλ. μυριοστύς). Ο ιων. τ. χιλιαστύς κατ' επίδραση του τ. χιλιάς, ενώ ο αιολ. τ. χελληστύς παραμένει δυσερμήνευτος ως προς τον σχηματισμό του επιθήματος].
Greek Monotonic
χῑλιοστύς: -ύος, ἡ (χίλιοι), σώμα χιλίων ανδρών, σε Ξεν.