ἀκουάζομαι: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akouazomai | |Transliteration C=akouazomai | ||
|Beta Code=a)koua/zomai | |Beta Code=a)koua/zomai | ||
|Definition=[[hear]], [[listen to]], c. gen., ἀοιδοῦ | |Definition=[[hear]], [[listen to]], c. gen., ἀοιδοῦ Od.9.7, cf. 13.9; δαιτὸς [[ἀκουάζεσθον]] [[ye are bidden to]] the feast, like [[καλεῖσθαι]], Il.4.343: Medic., of auscultation, ἀ. πρὸς τὰ πλευρά Hp.''Morb.''2.61:—Act., ''h.Merc.''423. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0078.png Seite 78]] hören, Hom. dreimal, in derselben Stelle des Verses, Versende ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ Od. 9, 7 u. ἀκουάζεσθε δ' ἀοιδοῦ 13, 9; – πρώτωγὰρ καὶ δαιτὸς ἀκουάζεσθον [[ἐμεῖο]] Iliad. 4, 343; Scholl. Aristonic. ὅτι ἀκουάζεσθον εἶπε τροπικῶς ἀντὶ τοῦ ἐπαισθάνεσθαι, ἐπεὶ ἡ ἀκοὴ εἶδός ἐστιν αἰσθήσεως ..... καὶ τὸ »τοὶ δὲ (Bkk. οὐδὲ) πληγῆς ἀίοντες (11, 532)«; Didym. Scholl. οὐ λέγει δὲ τῆς ἐμῆς δαιτὸς πρῶτοι ἀκούετε, ἀλλὰ πρῶτοί μου ἀκούετε περὶ [[δαιτός]]. [[οὕτως]] Ἀρίσταρχος. – H. Merc. 423 aktiv. ἀκουάζοντα θυμῷ. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0078.png Seite 78]] hören, Hom. dreimal, in derselben Stelle des Verses, Versende ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ Od. 9, 7 u. ἀκουάζεσθε δ' ἀοιδοῦ 13, 9; – πρώτωγὰρ καὶ δαιτὸς ἀκουάζεσθον [[ἐμεῖο]] Iliad. 4, 343; Scholl. Aristonic. ὅτι ἀκουάζεσθον εἶπε τροπικῶς ἀντὶ τοῦ ἐπαισθάνεσθαι, ἐπεὶ ἡ ἀκοὴ εἶδός ἐστιν αἰσθήσεως ..... καὶ τὸ »τοὶ δὲ (Bkk. οὐδὲ) πληγῆς ἀίοντες (11, 532)«; Didym. Scholl. οὐ λέγει δὲ τῆς ἐμῆς δαιτὸς πρῶτοι ἀκούετε, ἀλλὰ πρῶτοί μου ἀκούετε περὶ [[δαιτός]]. [[οὕτως]] Ἀρίσταρχος. – H. Merc. 423 aktiv. ἀκουάζοντα θυμῷ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=entendre : τινος OD qqn ; [[δαιτός]] IL s'entendre inviter à un repas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκουάζομαι''': [ἄκ], ἀποθ. = [[ἀκούω]] ἢ [[προσέχω]] εἴς τινα, μ. γεν., ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ι. 7· πρβλ. Ν. 9· δαιτὸς ἀκουάζεσθον, εἶσθε προσκεκλημένοι εἰς τὴν εὐωχίαν, ὡς τὸ καλεῖσθαι, Λατ. vocari, Ἰλ. Δ. 343: - ἀπολ. ἀκροῶμαι, [[ἀκούω]], Ἱππ. 483.10. - Ἐν τῷ Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 423 εὕρηται, καὶ ἀκουάζω. | |lstext='''ἀκουάζομαι''': [ἄκ], ἀποθ. = [[ἀκούω]] ἢ [[προσέχω]] εἴς τινα, μ. γεν., ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ι. 7· πρβλ. Ν. 9· δαιτὸς ἀκουάζεσθον, εἶσθε προσκεκλημένοι εἰς τὴν εὐωχίαν, ὡς τὸ καλεῖσθαι, Λατ. vocari, Ἰλ. Δ. 343: - ἀπολ. ἀκροῶμαι, [[ἀκούω]], Ἱππ. 483.10. - Ἐν τῷ Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 423 εὕρηται, καὶ ἀκουάζω. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Latest revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
hear, listen to, c. gen., ἀοιδοῦ Od.9.7, cf. 13.9; δαιτὸς ἀκουάζεσθον ye are bidden to the feast, like καλεῖσθαι, Il.4.343: Medic., of auscultation, ἀ. πρὸς τὰ πλευρά Hp.Morb.2.61:—Act., h.Merc.423.
German (Pape)
[Seite 78] hören, Hom. dreimal, in derselben Stelle des Verses, Versende ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ Od. 9, 7 u. ἀκουάζεσθε δ' ἀοιδοῦ 13, 9; – πρώτωγὰρ καὶ δαιτὸς ἀκουάζεσθον ἐμεῖο Iliad. 4, 343; Scholl. Aristonic. ὅτι ἀκουάζεσθον εἶπε τροπικῶς ἀντὶ τοῦ ἐπαισθάνεσθαι, ἐπεὶ ἡ ἀκοὴ εἶδός ἐστιν αἰσθήσεως ..... καὶ τὸ »τοὶ δὲ (Bkk. οὐδὲ) πληγῆς ἀίοντες (11, 532)«; Didym. Scholl. οὐ λέγει δὲ τῆς ἐμῆς δαιτὸς πρῶτοι ἀκούετε, ἀλλὰ πρῶτοί μου ἀκούετε περὶ δαιτός. οὕτως Ἀρίσταρχος. – H. Merc. 423 aktiv. ἀκουάζοντα θυμῷ.
French (Bailly abrégé)
entendre : τινος OD qqn ; δαιτός IL s'entendre inviter à un repas.
Étymologie: ἀκούω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουάζομαι: [ἄκ], ἀποθ. = ἀκούω ἢ προσέχω εἴς τινα, μ. γεν., ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ι. 7· πρβλ. Ν. 9· δαιτὸς ἀκουάζεσθον, εἶσθε προσκεκλημένοι εἰς τὴν εὐωχίαν, ὡς τὸ καλεῖσθαι, Λατ. vocari, Ἰλ. Δ. 343: - ἀπολ. ἀκροῶμαι, ἀκούω, Ἱππ. 483.10. - Ἐν τῷ Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 423 εὕρηται, καὶ ἀκουάζω.
English (Autenrieth)
listen with delight, ἀοιδοῦ, ‘to the bard;’ δαιτὸς ἀκουάζεσθον ἐμεῖο, ‘hear from me the glad call to the feast,’ Il. 4.343.
Greek Monolingual
ἀκουάζομαι (Α) ἀκουή
1. ακούω, προσέχω
2. είμαι καλεσμένος, προσκεκλημένος
3. Ιατρ. ακούω, ακροώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προτιμότερη θεωρείται η άποψη ότι το ρ. ἀκουάζομαι δεν είναι παράγωγο της λ. ἀκουή αλλά επαυξημένος εκφραστικός τ. προερχόμενος από το ρ. ἀκούω.
Greek Monotonic
ἀκουάζομαι: [ᾰκ], αποθ., μόνο σε ενεστ. ἀκούω, ακούω ή προσέχω σε κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· δαιτὸς ἀκουάζεσθον, είστε προσκεκλημένοι στο συμπόσιο, στο γλέντι, στο φαγοπότι, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἀκούω [Dep., only in pres.]
to hearken or listen to, c. gen., Od.; δαιτὸς ἀκουάζεσθον ye are bidden to the feast, Il.