ὑψιπέτης: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsipetis | |Transliteration C=ypsipetis | ||
|Beta Code=u(yipe/ths | |Beta Code=u(yipe/ths | ||
|Definition= | |Definition=ὑψιπέτου, Dor. ὑψῐπέτας, α, ὁ: ([[πέτομαι]]):—[[high-flying]], [[soaring]], [[αἰετός]] Il.12.201,219, Od.20.243; ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pi.''P.''3.105; γενοίμαν αἰετὸς ὑψιπέτας [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''476 = Ar. ''Av.''1337 (lyr.): Comp. ὑψιπετέστερος Herm. ap. Stob.1.49.45:—some unnamed Gramm. (in opposition to Aristarchus) wrote [[ὑψιπετῆς]] (contr. from [[ὑψιπετήεις]]), v. Sch. A Il.12.201; the acc. sg. <b class="b3">ὑψιπετῆ ὄρνιθα</b> in Ant. Lib.16.2 belongs in sense to this word, in form to the next. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui vole <i>ou</i> s'élance au haut des airs.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πέτομαι]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[hochfliegende]]</i>; [[αἰετός]] <i>Il</i>. 12.201, 219, 13.822, <i>Od</i>. 20.243, wie Soph. frg. 423; ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pind. <i>P</i>. 3.105; sp.D., wie Antip.Sid. 105 (VII.172); weil sich auch [[ὑψιπετήεις]] findet, betrachteten [[einige]] Gramm. [[ὑψιπετής]] als [[hieraus]] [[zusammengezogen]] und akzentuierten ὑψιπετῆς, vgl. Hdn. bei <i>Schol. Il</i>. 12.201 und <i>EM</i>. 786.8. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψιπέτης:''' дор. [[ὑψιπέτας]], ου adj. m высоко летящий ([[αἰετός]] Hom., Soph., Arph.; [[γέρανος]] Anth.; ἄνεμοι Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψῐπέτης''': -ου, Δωρ. [[ὑψῐπέτας]], α, ὁ· (√ΠΕΤ, [[πέτομαι]])· ― ὁ εἰς [[ὕψος]] πετόμενος, αἰετὸς Ἰλ. Μ. 201, 219, Ὀδ. Υ. 243, Σοφ. Ἀποσπ. 423, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1337· ἄνεμοι Πινδ. Π. 3. 189· συγκρ. -έστερος, ὅσα ὑψιπετέστερά ἐστι τῶν ὀρνέων [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1, 996· ― τινὲς τῶν γραμματ. ἔγραψαν ὑψιπεπετῆς (κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ [[ὑψιπετήεις]]), ἴδε La Roche Text-kr. σ. 372. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ὁ Εὐστ. (1520, 60) λέγει: «τὰ ἀπὸ τοῦ πέτεσθαι γινόμενα βαρύνονται, [[οἷον]] “ἀετὸς [[ὑψιπέτης]]” καὶ τὰ τοιαῦτα, τὰ δὲ ἀπὸ τοῦ πεσεῖν ὀξύνονται, [[οἷον]], “παλλάδιον ὑψιπετές”». ― Περὶ τοῦ [[ὑψιπέτης]] καὶ ὑψιπετὴς, ἴδε Κόντον ἐν Ποικίλοις Φιλολογικοῖς Χαριτωνίδου 270, 861, 309, 310 κἑξ. | |lstext='''ὑψῐπέτης''': -ου, Δωρ. [[ὑψῐπέτας]], α, ὁ· (√ΠΕΤ, [[πέτομαι]])· ― ὁ εἰς [[ὕψος]] πετόμενος, αἰετὸς Ἰλ. Μ. 201, 219, Ὀδ. Υ. 243, Σοφ. Ἀποσπ. 423, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1337· ἄνεμοι Πινδ. Π. 3. 189· συγκρ. -έστερος, ὅσα ὑψιπετέστερά ἐστι τῶν ὀρνέων [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1, 996· ― τινὲς τῶν γραμματ. ἔγραψαν ὑψιπεπετῆς (κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ [[ὑψιπετήεις]]), ἴδε La Roche Text-kr. σ. 372. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ὁ Εὐστ. (1520, 60) λέγει: «τὰ ἀπὸ τοῦ πέτεσθαι γινόμενα βαρύνονται, [[οἷον]] “ἀετὸς [[ὑψιπέτης]]” καὶ τὰ τοιαῦτα, τὰ δὲ ἀπὸ τοῦ πεσεῖν ὀξύνονται, [[οἷον]], “παλλάδιον ὑψιπετές”». ― Περὶ τοῦ [[ὑψιπέτης]] καὶ ὑψιπετὴς, ἴδε Κόντον ἐν Ποικίλοις Φιλολογικοῖς Χαριτωνίδου 270, 861, 309, 310 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψῐπέτης:''' -ου, Δωρ. ὑψῐπέτας, -α, ὁ ([[πέτομαι]]), αυτός που πετάει [[ψηλά]], υψούμενος, αυτός που ανεβαίνει, αυξανόμενος, σε Όμηρ., Αριστοφ.· γενικά ψηλός, [[αγέρωχος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ὑψῐπέτης:''' -ου, Δωρ. ὑψῐπέτας, -α, ὁ ([[πέτομαι]]), αυτός που πετάει [[ψηλά]], υψούμενος, αυτός που ανεβαίνει, αυξανόμενος, σε Όμηρ., Αριστοφ.· γενικά ψηλός, [[αγέρωχος]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψῐ-πέτης, ου, [[πέτομαι]]<br />[[high]]-[[flying]], [[soaring]], Hom., Ar.: [[generally]] [[lofty]], Eur. | |mdlsjtxt=ὑψῐ-πέτης, ου, [[πέτομαι]]<br />[[high]]-[[flying]], [[soaring]], Hom., Ar.: [[generally]] [[lofty]], Eur. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού πετᾶ ψηλά). Ἀπό τό ὕψι + [[πέτομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:41, 23 March 2024
English (LSJ)
ὑψιπέτου, Dor. ὑψῐπέτας, α, ὁ: (πέτομαι):—high-flying, soaring, αἰετός Il.12.201,219, Od.20.243; ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pi.P.3.105; γενοίμαν αἰετὸς ὑψιπέτας S.Fr.476 = Ar. Av.1337 (lyr.): Comp. ὑψιπετέστερος Herm. ap. Stob.1.49.45:—some unnamed Gramm. (in opposition to Aristarchus) wrote ὑψιπετῆς (contr. from ὑψιπετήεις), v. Sch. A Il.12.201; the acc. sg. ὑψιπετῆ ὄρνιθα in Ant. Lib.16.2 belongs in sense to this word, in form to the next.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui vole ou s'élance au haut des airs.
Étymologie: ὕψι, πέτομαι.
German (Pape)
ὁ, der hochfliegende; αἰετός Il. 12.201, 219, 13.822, Od. 20.243, wie Soph. frg. 423; ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pind. P. 3.105; sp.D., wie Antip.Sid. 105 (VII.172); weil sich auch ὑψιπετήεις findet, betrachteten einige Gramm. ὑψιπετής als hieraus zusammengezogen und akzentuierten ὑψιπετῆς, vgl. Hdn. bei Schol. Il. 12.201 und EM. 786.8.
Russian (Dvoretsky)
ὑψιπέτης: дор. ὑψιπέτας, ου adj. m высоко летящий (αἰετός Hom., Soph., Arph.; γέρανος Anth.; ἄνεμοι Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐπέτης: -ου, Δωρ. ὑψῐπέτας, α, ὁ· (√ΠΕΤ, πέτομαι)· ― ὁ εἰς ὕψος πετόμενος, αἰετὸς Ἰλ. Μ. 201, 219, Ὀδ. Υ. 243, Σοφ. Ἀποσπ. 423, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1337· ἄνεμοι Πινδ. Π. 3. 189· συγκρ. -έστερος, ὅσα ὑψιπετέστερά ἐστι τῶν ὀρνέων Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1, 996· ― τινὲς τῶν γραμματ. ἔγραψαν ὑψιπεπετῆς (κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ ὑψιπετήεις), ἴδε La Roche Text-kr. σ. 372. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ὁ Εὐστ. (1520, 60) λέγει: «τὰ ἀπὸ τοῦ πέτεσθαι γινόμενα βαρύνονται, οἷον “ἀετὸς ὑψιπέτης” καὶ τὰ τοιαῦτα, τὰ δὲ ἀπὸ τοῦ πεσεῖν ὀξύνονται, οἷον, “παλλάδιον ὑψιπετές”». ― Περὶ τοῦ ὑψιπέτης καὶ ὑψιπετὴς, ἴδε Κόντον ἐν Ποικίλοις Φιλολογικοῖς Χαριτωνίδου 270, 861, 309, 310 κἑξ.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ὑψῐπέτης: -ου, Δωρ. ὑψῐπέτας, -α, ὁ (πέτομαι), αυτός που πετάει ψηλά, υψούμενος, αυτός που ανεβαίνει, αυξανόμενος, σε Όμηρ., Αριστοφ.· γενικά ψηλός, αγέρωχος, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὑψῐ-πέτης, ου, πέτομαι
high-flying, soaring, Hom., Ar.: generally lofty, Eur.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού πετᾶ ψηλά). Ἀπό τό ὕψι + πέτομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.