ὠτικός: Difference between revisions
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=otikos | |Transliteration C=otikos | ||
|Beta Code=w)tiko/s | |Beta Code=w)tiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὠτική, ὠτικόν, ([[οὖς]]) of or for the [[ear]], ἰατρός Gal.''Thras.''24; φλεγμοναί Dsc.1.26. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὠτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[οὖς</i>, [[ὠτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[αφτί]], [[ωτιαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ωτικό [[βύσμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[βύσμα]] που σχηματίζεται από [[κυψελίδα]], αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω [[ακουστικό]] πόρο, τον οποίο και [[συχνά]] αποφράσσει<br />β) «ωτικό [[γάγγλιο]]»<br /><b>ανατ.</b> παρασυμπαθητικό [[γάγγλιο]] που βρίσκεται [[κάτω]] από το ωοειδές [[τρήμα]] του σφηνοειδούς οστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠτικόν</i>- [[φάρμακο]] για την [[θεραπεία]] παθήσεως του αφτιού. | |mltxt=-ή, -ό / [[ὠτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[οὖς</i>, [[ὠτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[αφτί]], [[ωτιαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ωτικό [[βύσμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[βύσμα]] που σχηματίζεται από [[κυψελίδα]], αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω [[ακουστικό]] πόρο, τον οποίο και [[συχνά]] αποφράσσει<br />β) «ωτικό [[γάγγλιο]]»<br /><b>ανατ.</b> παρασυμπαθητικό [[γάγγλιο]] που βρίσκεται [[κάτω]] από το ωοειδές [[τρήμα]] του σφηνοειδούς οστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠτικόν</i>- [[φάρμακο]] για την [[θεραπεία]] παθήσεως του αφτιού. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>vom Ohre, zum Ohre [[gehörig]]</i>, κλυστῆρες ὠτικοί, <i>[[Ohrenspritzen]]</i>, Paul.Aeg. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ὠτική, ὠτικόν, (οὖς) of or for the ear, ἰατρός Gal.Thras.24; φλεγμοναί Dsc.1.26.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτικός: -ή, -όν, (οὖς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ οὖς, χρησιμεύων διὰ τὸ οὖς, φάρμακον Γαλην. τ. 13, σ. 392, κλπ.
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / ὠτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[οὖς, ὠτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος
νεοελλ.
φρ. α) «ωτικό βύσμα»
ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά αποφράσσει
β) «ωτικό γάγγλιο»
ανατ. παρασυμπαθητικό γάγγλιο που βρίσκεται κάτω από το ωοειδές τρήμα του σφηνοειδούς οστού
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠτικόν- φάρμακο για την θεραπεία παθήσεως του αφτιού.
}}
German (Pape)
vom Ohre, zum Ohre gehörig, κλυστῆρες ὠτικοί, Ohrenspritzen, Paul.Aeg.