τιμητής: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=timitis | |Transliteration C=timitis | ||
|Beta Code=timhth/s | |Beta Code=timhth/s | ||
|Definition= | |Definition=τιμητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[valuer]] or [[assessor of damages]] or [[penalties]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''843d; τ. τῆς ζημίας οἱ δικασταί Arist.''Rh.Al.''1427b6; [[assessor]] of property, ''SIG''344.123 (Teos, iv B.C.); <b class="b3">τῶν οὐσιῶν</b> (of Quirinius in Syria) J.''AJ''18.1.1; Boeot. τιμᾱτάς ''SIG''1185.16 (Tanagra, iii B.C., pl.).<br><span class="bld">II</span> at Rome, = [[censor]], Plb.6.13.3, D.H.19.16, Plu.''Cic.'' 27; as an Imperial title, ''SIG''821 ''C''2 (Epist. Domitiani), etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1116.png Seite 1116]] ὁ, der Schätzende, der den Werth oder Preis bestimmt, τούτων ἁπάντων τιμηταὶ γιγνέσθων ἀγρονόμοι Plat. Legg. VIII, 843 d; der in einem Processe die Strafe abschätzt und zuerkennt, Sp. – Bei den Römern der Censor, der das Vermögen der Bürger schätzt, Pol. 6, 13, 3 u. öfter, u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1116.png Seite 1116]] ὁ, der Schätzende, der den Werth oder Preis bestimmt, τούτων ἁπάντων τιμηταὶ γιγνέσθων ἀγρονόμοι Plat. Legg. VIII, 843 d; der in einem Processe die Strafe abschätzt und zuerkennt, Sp. – Bei den Römern der Censor, der das Vermögen der Bürger schätzt, Pol. 6, 13, 3 u. öfter, u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[celui qui fixe une amende]];<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> censeur.<br />'''Étymologie:''' [[τιμάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῑμητής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> оценщик, преимущ. юр. определитель наказания, тж. штрафа Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> (в Риме), [[цензор]] Polyb., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῑμητής''': -οῦ, ὁ, ([[τιμάω]]) ὁ ἐκτιμητής, ὁ προσδιορίζων ποινὴν ἢ ἀποζημίωσιν, Πλάτ. Νόμ. 843D· τ. ζημίας οἱ δικασταὶ Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλ. 5, 12. ΙΙ. ἐν Ρώμῃ, ὁ ὑπολογίζων ἢ ἐκτιμῶν τὰς περιουσίας τῶν πολιτῶν, censor, Πολύβ. 6. 13, 3. κλπ.· ― ὡς ἐπώνυμον τοῦ αὐτοκράτορος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3481, 4333, κ. ἀλλ. | |lstext='''τῑμητής''': -οῦ, ὁ, ([[τιμάω]]) ὁ ἐκτιμητής, ὁ προσδιορίζων ποινὴν ἢ ἀποζημίωσιν, Πλάτ. Νόμ. 843D· τ. ζημίας οἱ δικασταὶ Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλ. 5, 12. ΙΙ. ἐν Ρώμῃ, ὁ ὑπολογίζων ἢ ἐκτιμῶν τὰς περιουσίας τῶν πολιτῶν, censor, Πολύβ. 6. 13, 3. κλπ.· ― ὡς ἐπώνυμον τοῦ αὐτοκράτορος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3481, 4333, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τῑμητής:''' -οῦ, ὁ ([[τιμάω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εκτιμητής]], αυτός που προσδιορίζει την [[ποινή]] ή την [[αποζημίωση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> στη [[Ρώμη]], αυτός που υπολογίζει ή εκτιμά την [[περιουσία]] των πολιτών, σε Πολύβ. | |lsmtext='''τῑμητής:''' -οῦ, ὁ ([[τιμάω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εκτιμητής]], αυτός που προσδιορίζει την [[ποινή]] ή την [[αποζημίωση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> στη [[Ρώμη]], αυτός που υπολογίζει ή εκτιμά την [[περιουσία]] των πολιτών, σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τῑμητής, οῦ, ὁ, [[τιμάω]]<br /><b class="num">I.</b> a valuer, estimater, Plat.<br /><b class="num">II.</b> at [[Rome]], the [[censor]], who assessed the [[property]] of the citizens, Polyb. | |mdlsjtxt=τῑμητής, οῦ, ὁ, [[τιμάω]]<br /><b class="num">I.</b> [[a valuer]], [[estimater]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> at [[Rome]], the [[censor]], who assessed the [[property]] of the citizens, Polyb. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[one who assesses damages]], [[Roman magistrate]] | |woodrun=[[one who assesses damages]], [[Roman magistrate]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:23, 23 March 2024
English (LSJ)
τιμητοῦ, ὁ,
A valuer or assessor of damages or penalties, Pl.Lg.843d; τ. τῆς ζημίας οἱ δικασταί Arist.Rh.Al.1427b6; assessor of property, SIG344.123 (Teos, iv B.C.); τῶν οὐσιῶν (of Quirinius in Syria) J.AJ18.1.1; Boeot. τιμᾱτάς SIG1185.16 (Tanagra, iii B.C., pl.).
II at Rome, = censor, Plb.6.13.3, D.H.19.16, Plu.Cic. 27; as an Imperial title, SIG821 C2 (Epist. Domitiani), etc.
German (Pape)
[Seite 1116] ὁ, der Schätzende, der den Werth oder Preis bestimmt, τούτων ἁπάντων τιμηταὶ γιγνέσθων ἀγρονόμοι Plat. Legg. VIII, 843 d; der in einem Processe die Strafe abschätzt und zuerkennt, Sp. – Bei den Römern der Censor, der das Vermögen der Bürger schätzt, Pol. 6, 13, 3 u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 celui qui fixe une amende;
2 à Rome censeur.
Étymologie: τιμάω.
Russian (Dvoretsky)
τῑμητής: οῦ ὁ
1 оценщик, преимущ. юр. определитель наказания, тж. штрафа Plat., Arst.;
2 (в Риме), цензор Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμητής: -οῦ, ὁ, (τιμάω) ὁ ἐκτιμητής, ὁ προσδιορίζων ποινὴν ἢ ἀποζημίωσιν, Πλάτ. Νόμ. 843D· τ. ζημίας οἱ δικασταὶ Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλ. 5, 12. ΙΙ. ἐν Ρώμῃ, ὁ ὑπολογίζων ἢ ἐκτιμῶν τὰς περιουσίας τῶν πολιτῶν, censor, Πολύβ. 6. 13, 3. κλπ.· ― ὡς ἐπώνυμον τοῦ αὐτοκράτορος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3481, 4333, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και βοιωτ. τ. τιματάς Α τιμώ
(στη ρωμαϊκή πολιτεία) αξίωμα που έφεραν δύο άρχοντες από την τάξη τών πατρικίων, οι οποίοι είχαν ως καθήκον την απογραφή τών Ρωμαίων πολιτών, τον υπολογισμό της περιουσίας τους, τη σύνταξη τών καταλόγων τών διαφόρων τάξεων, καθώς και την επίβλεψη της τήρησης τών ηθών, ο κήνσωρ
νεοελλ.
αυτός που κρίνει και μάλιστα αυστηρά, που επικρίνει, επικριτής, επιτιμητής
αρχ.
1. αυτός που προσδιόριζε την αποζημίωση η οποία έπρεπε να δοθεί σε κάποιον για βλάβες ή ζημίες που είχαν προκληθεί εις βάρος του
2. το άτομο που σε μια δίκη όριζε την ποινή η οποία έπρεπε να επιβληθεί στον κατηγορούμενο
3. (ως τίτλος) προσωνυμία αυτοκράτορα.
Greek Monotonic
τῑμητής: -οῦ, ὁ (τιμάω)·
I. εκτιμητής, αυτός που προσδιορίζει την ποινή ή την αποζημίωση, σε Πλάτ.
II. στη Ρώμη, αυτός που υπολογίζει ή εκτιμά την περιουσία των πολιτών, σε Πολύβ.
Middle Liddell
τῑμητής, οῦ, ὁ, τιμάω
I. a valuer, estimater, Plat.
II. at Rome, the censor, who assessed the property of the citizens, Polyb.