ἀπαραμύθητος: Difference between revisions
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aparamythitos | |Transliteration C=aparamythitos | ||
|Beta Code=a)paramu/qhtos | |Beta Code=a)paramu/qhtos | ||
|Definition=[ῡ], ον, < | |Definition=[ῡ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[not to be persuaded]] or [[entreated]], [[inexorable]], Pl.''Epin.''980d, Plu.2.629a.<br><span class="bld">2</span> [[incorrigible]], in Adv. [[ἀπαραμυθήτως]] = [[incorrigibly]] [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''731d.<br><span class="bld">II</span> of conditions, [[comfortless]], Plu.2.332d; [[not admitting consolation]], πάθος Jul.''Or.''8.245c; κακόν Hld.1.14.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[inconsolable]], Id.2.33. Adv. [[ἀπαραμυθήτως]] = [[inconsolably]] Jul.''Or.''8.252a. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inexorable]] θεοί Pl.<i>Epin</i>.980d, πάθος Iul.<i>Or</i>.4.245c, κακόν Hld.1.14.6, τὸ ἐπίπονον Plu.2.332d, ὁ φθόνος Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.664A, ζημία Chrys.M.59.529.<br /><b class="num">2</b> [[privado de consuelo]], [[desconsolado]] με ... ἀπαραμύθητον ... ἐν γήρᾳ ... διάγειν Hld.2.33.7.<br /><b class="num">II</b> [[no rodeado de palabras]] de una negativa [[seca]] Origenes <i>Io</i>.6.20 (p.129.28), cf. (130.6).<br /><b class="num">III</b> adv. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inexorable]] θεοί Pl.<i>Epin</i>.980d, πάθος Iul.<i>Or</i>.4.245c, κακόν Hld.1.14.6, τὸ ἐπίπονον Plu.2.332d, ὁ φθόνος Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.664A, ζημία Chrys.M.59.529.<br /><b class="num">2</b> [[privado de consuelo]], [[desconsolado]] με ... ἀπαραμύθητον ... ἐν γήρᾳ ... διάγειν Hld.2.33.7.<br /><b class="num">II</b> [[no rodeado de palabras]] de una negativa [[seca]] Origenes <i>Io</i>.6.20 (p.129.28), cf. (130.6).<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀπαραμυθήτως]] = [[incorregiblemente]] ἀκράτως καὶ ἀ. Pl.<i>Lg</i>.731d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] mit Worten nicht zu überreden, dah. 1) unerbittlich, [[θεός]] Plat. Epin. 980 d. – 2) untröstlich, [[ἀθυμία]] Plut. Crass. 22; τὸ ἐπίπονον οὐκ ἀπ. de Alex. fort. 1, 11; neben [[πολύπονος]] und [[βαρύς]] an. seni 6; – ἀπαραμυθήτως [[κακός]], unverbesserlich, Plat. Legg. V, 731 d; vgl. Schol. Il. 16, 466. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] mit Worten nicht zu überreden, dah. 1) unerbittlich, [[θεός]] Plat. Epin. 980 d. – 2) untröstlich, [[ἀθυμία]] Plut. Crass. 22; τὸ ἐπίπονον οὐκ ἀπ. de Alex. fort. 1, 11; neben [[πολύπονος]] und [[βαρύς]] an. seni 6; – ἀπαραμυθήτως [[κακός]], unverbesserlich, Plat. Legg. V, 731 d; vgl. Schol. Il. 16, 466. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[inexorable]];<br /><b>2</b> [[inconsolable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παραμυθέομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπαραμύθητος:''' (ῡ)<br><b class="num">1</b> [[неумолимый]] Plat., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[полный отчаяния]], [[безутешный]] ([[ἀθυμία]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαραμύθητος''': [ῡ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπείσῃ ἢ ἱκετεύσῃ, [[ἀδυσώπητος]], Πλάτ. Ἐπινομ. 980D, Πλούτ. 2. 629Α· [[ὡσαύτως]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀθυμία]], ὁ αὐτ. Κράσσ. 22: ― οὕτω, κακὸν Ἡλιόδ. 1. 14. 2) [[ἀδιόρθωτος]], ἐν τῷ ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 731D. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων ἢ καταστάσεως, ὁ στερούμενος παρηγορίας ἢ ἀνακουφίσεως, Πλούτ. 2. 332D, 187Β. | |lstext='''ἀπαραμύθητος''': [ῡ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπείσῃ ἢ ἱκετεύσῃ, [[ἀδυσώπητος]], Πλάτ. Ἐπινομ. 980D, Πλούτ. 2. 629Α· [[ὡσαύτως]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀθυμία]], ὁ αὐτ. Κράσσ. 22: ― οὕτω, κακὸν Ἡλιόδ. 1. 14. 2) [[ἀδιόρθωτος]], ἐν τῷ ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 731D. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων ἢ καταστάσεως, ὁ στερούμενος παρηγορίας ἢ ἀνακουφίσεως, Πλούτ. 2. 332D, 187Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπαραμύθητος:''' [ῦ], -ον ([[παραμυθέομαι]]), αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες· λέγεται για δυσχερείς καταστάσεις, [[απαρηγόρητος]], [[ἀθυμία]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀπαραμύθητος:''' [ῦ], -ον ([[παραμυθέομαι]]), αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες· λέγεται για δυσχερείς καταστάσεις, [[απαρηγόρητος]], [[ἀθυμία]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[παραμυθέομαι]]<br />not to be persuaded, inconsolable, [[ἀθυμία]] Plut. | |mdlsjtxt=[[παραμυθέομαι]]<br />not to be persuaded, inconsolable, [[ἀθυμία]] Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:30, 23 March 2024
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A not to be persuaded or entreated, inexorable, Pl.Epin.980d, Plu.2.629a.
2 incorrigible, in Adv. ἀπαραμυθήτως = incorrigibly Pl.Lg.731d.
II of conditions, comfortless, Plu.2.332d; not admitting consolation, πάθος Jul.Or.8.245c; κακόν Hld.1.14.
2 of persons, inconsolable, Id.2.33. Adv. ἀπαραμυθήτως = inconsolably Jul.Or.8.252a.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inexorable θεοί Pl.Epin.980d, πάθος Iul.Or.4.245c, κακόν Hld.1.14.6, τὸ ἐπίπονον Plu.2.332d, ὁ φθόνος Isid.Pel.Ep.M.78.664A, ζημία Chrys.M.59.529.
2 privado de consuelo, desconsolado με ... ἀπαραμύθητον ... ἐν γήρᾳ ... διάγειν Hld.2.33.7.
II no rodeado de palabras de una negativa seca Origenes Io.6.20 (p.129.28), cf. (130.6).
III adv. ἀπαραμυθήτως = incorregiblemente ἀκράτως καὶ ἀ. Pl.Lg.731d.
German (Pape)
[Seite 279] mit Worten nicht zu überreden, dah. 1) unerbittlich, θεός Plat. Epin. 980 d. – 2) untröstlich, ἀθυμία Plut. Crass. 22; τὸ ἐπίπονον οὐκ ἀπ. de Alex. fort. 1, 11; neben πολύπονος und βαρύς an. seni 6; – ἀπαραμυθήτως κακός, unverbesserlich, Plat. Legg. V, 731 d; vgl. Schol. Il. 16, 466.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inexorable;
2 inconsolable.
Étymologie: ἀ, παραμυθέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαραμύθητος: (ῡ)
1 неумолимый Plat., Plut.;
2 полный отчаяния, безутешный (ἀθυμία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραμύθητος: [ῡ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπείσῃ ἢ ἱκετεύσῃ, ἀδυσώπητος, Πλάτ. Ἐπινομ. 980D, Πλούτ. 2. 629Α· ὡσαύτως, ἀπαρηγόρητος, ἀθυμία, ὁ αὐτ. Κράσσ. 22: ― οὕτω, κακὸν Ἡλιόδ. 1. 14. 2) ἀδιόρθωτος, ἐν τῷ ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 731D. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων ἢ καταστάσεως, ὁ στερούμενος παρηγορίας ἢ ἀνακουφίσεως, Πλούτ. 2. 332D, 187Β.
Greek Monolingual
ἀπαραμύθητος, -ον (AM) παραμυθούμαι
ο απαρηγόρητος
αρχ.
1. ο αδυσώπητος
2. ο αδιόρθωτος
3. ο αστήριχτος, ο αθεμελίωτος
4. ο ανικανοποίητος, ο αχόρταγος.
Greek Monotonic
ἀπαραμύθητος: [ῦ], -ον (παραμυθέομαι), αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες· λέγεται για δυσχερείς καταστάσεις, απαρηγόρητος, ἀθυμία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
παραμυθέομαι
not to be persuaded, inconsolable, ἀθυμία Plut.