εἰκαστός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eikastos
|Transliteration C=eikastos
|Beta Code=ei)kasto/s
|Beta Code=ei)kasto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[comparable]], [[similar]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span> 699</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[apprehended through an image]], opp. [[αἰσθητός]], <span class="bibl">Ascl.<span class="title">in Metaph.</span>142.10</span>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Comm.Math.</span>8</span>, Sch.<span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>509d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[conjectural]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Alc.</span>p.23</span> C.</span>
|Definition=εἰκαστή, εἰκαστόν,<br><span class="bld">A</span> [[comparable]], [[similar]], S.''Tr.'' 699.<br><span class="bld">2</span> [[apprehended through an image]], opp. [[αἰσθητός]], Ascl.''in Metaph.''142.10, Iamb.''Comm.Math.''8, Sch.[[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 509d.<br><span class="bld">3</span> [[conjectural]], Procl.''in Alc.''p.23 C.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0726.png Seite 726]] abgebildet, ähnlich, Soph. Tr. 699.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0726.png Seite 726]] abgebildet, ähnlich, Soph. Tr. 699.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[comparable à]], τινι.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[εἰκάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰκαστός:''' [[похожий]], [[подобный]] (μορφῇ εἰ. [[ὥστε]] τι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰκαστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ ἢ παραβάλῃ, [[παρόμοιος]], Σοφ. Τρ. 699.
|lstext='''εἰκαστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ ἢ παραβάλῃ, [[παρόμοιος]], Σοφ. Τρ. 699.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />comparable à, τινι.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[εἰκάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰκαστός]], -ή, -όν (Α) [[εικάζω]]·1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, [[παρόμοιος]]<br /><b>2.</b> [[νοητός]], [[αντιληπτός]] με εικόνες<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από [[εικασία]].
|mltxt=[[εἰκαστός]], -ή, -όν (Α) [[εικάζω]]·1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, [[παρόμοιος]]<br /><b>2.</b> [[νοητός]], [[αντιληπτός]] με εικόνες<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από [[εικασία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰκαστός:''' -ή, -όν ([[εἰκάζω]]), αυτός που μπορεί να συγκριθεί, [[παρόμοιος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">• [[εἰκαστός]]:</b> ὁ, ἡ, ([[εἴκοσι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[εικοστός]], σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. επίσης [[ἐεικοστός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εἰκοστή]], <i>ἡ</i>, ο [[φόρος]] του εικοστού, Λατ. [[vicesima]], που επιβάλλονταν από τους Αθηναίους για εισαγωγές και εξαγωγές από τους συμμάχους τους αντί άλλου φόρου, σε Θουκ.
|lsmtext='''εἰκαστός:''' -ή, -όν ([[εἰκάζω]]), αυτός που μπορεί να συγκριθεί, [[παρόμοιος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">• [[εἰκαστός]]:</b> ὁ, ἡ, ([[εἴκοσι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[εικοστός]], σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. επίσης [[ἐεικοστός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εἰκοστή]], <i>ἡ</i>, ο [[φόρος]] του εικοστού, Λατ. [[vicesima]], που επιβάλλονταν από τους Αθηναίους για εισαγωγές και εξαγωγές από τους συμμάχους τους αντί άλλου φόρου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰκαστός:''' [[похожий]], [[подобный]] (μορφῇ εἰ. [[ὥστε]] τι Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εἰκαστός]], ή, όν [[εἰκάζω]]<br />[[comparable]], [[similar]], Soph.
|mdlsjtxt=[[εἰκαστός]], ή, όν [[εἰκάζω]]<br />[[comparable]], [[similar]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 17:02, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκαστός Medium diacritics: εἰκαστός Low diacritics: εικαστός Capitals: ΕΙΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: eikastós Transliteration B: eikastos Transliteration C: eikastos Beta Code: ei)kasto/s

English (LSJ)

εἰκαστή, εἰκαστόν,
A comparable, similar, S.Tr. 699.
2 apprehended through an image, opp. αἰσθητός, Ascl.in Metaph.142.10, Iamb.Comm.Math.8, Sch.Pl.R. 509d.
3 conjectural, Procl.in Alc.p.23 C.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 comparable, semejante (τὸ κάταγμα) μορφῇ ... εἰκαστὸν ὥστε πρίονος ἐκβρώματ' ἂν βλέψειας ἐν τομῇ ξύλου (el copo de lana) (se volvió) semejante en la forma a como se pueden ver las serraduras de la sierra al cortar madera S.Tr.699, διὰ παρευρέσεως εἰκαστῆς mediante semejante pretexto, BGU 1244.26 (III a.C.).
2 conjetural, hipotético ἐν μὲν τοῖς δοξαστοῖς τῶν πραγμάτων καὶ εἰκαστοῖς Procl.in Alc.23.
3 conjetural, virtual de la percepción de sombras e imágenes en espejos, op. αἰσθητός y δοξαστός Iambl.Comm.Math.8, cf. Ascl.in Metaph.142.10, Sch.Pl.R.509dH.

German (Pape)

[Seite 726] abgebildet, ähnlich, Soph. Tr. 699.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
comparable à, τινι.
Étymologie: adj. verb. de εἰκάζω.

Russian (Dvoretsky)

εἰκαστός: похожий, подобный (μορφῇ εἰ. ὥστε τι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰκαστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ ἢ παραβάλῃ, παρόμοιος, Σοφ. Τρ. 699.

Greek Monolingual

εἰκαστός, -ή, -όν (Α) εικάζω·1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, παρόμοιος
2. νοητός, αντιληπτός με εικόνες
3. αυτός που προέρχεται από εικασία.

Greek Monotonic

εἰκαστός: -ή, -όν (εἰκάζω), αυτός που μπορεί να συγκριθεί, παρόμοιος, σε Σοφ.
εἰκαστός: ὁ, ἡ, (εἴκοσι),
I. εικοστός, σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. επίσης ἐεικοστός, σε Ομήρ. Ιλ.
II. εἰκοστή, , ο φόρος του εικοστού, Λατ. vicesima, που επιβάλλονταν από τους Αθηναίους για εισαγωγές και εξαγωγές από τους συμμάχους τους αντί άλλου φόρου, σε Θουκ.

Middle Liddell

εἰκαστός, ή, όν εἰκάζω
comparable, similar, Soph.