μεταπρέπω: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metaprepo | |Transliteration C=metaprepo | ||
|Beta Code=metapre/pw | |Beta Code=metapre/pw | ||
|Definition=[[distinguish oneself]] or [[be distinguished among]], c. dat. pl., [ταῦρος] βόεσσι μ. | |Definition=[[distinguish oneself]] or [[be distinguished among]], c. dat. pl., [ταῦρος] βόεσσι μ. Il.2.481, etc.: freq. (esp. in Il.) of heroes, <b class="b3">μ. ἡρώεσσιν</b> ib.579; Τρώεσσι 13.175; ἱππεῦσι 11.720, cf. Hes.''Th.''92 (tm.); <b class="b3">συμποσίοισι μ.</b> Phalaec. ap. Ath.10.440d; ἐν πάντεσσι Orph.''A.''806: c. dat. modi, <b class="b3">ἔγχεϊ Τρωσὶ μεταπρέπω</b> I [[am distinguished among]] the Trojans [[by]] the spear, Il.16.835, cf. 596, Hes.''Th.''377: so c. inf., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Il. 16.194, cf. Od.18.2 (tm.): c. acc., μ. ἠϊθέοισιν εἶδος A.R.2.784. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0153.png Seite 153]] unter Mehreren hervorglänzen, sich unter ihnen hervorthun, auszeichnen; [[ταῦρος]] βόεσσι μεταπρέπει, Il. 2, 481, u. öfter von stattlichen | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0153.png Seite 153]] unter Mehreren hervorglänzen, sich unter ihnen hervorthun, auszeichnen; [[ταῦρος]] βόεσσι μεταπρέπει, Il. 2, 481, u. öfter von stattlichen Tieren, sowie von Helden, πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν, 2, 579; mit näherer Angabe dessen, wodurch sich Einer auszeichnet, ὃς πᾶσι μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι, im Speerkampfe that er sich unter den Myrmidonen hervor, Il. 16, 194; kürzer, ἔγχεϊ δ' αὐτὸς Τρωσὶ – [[μεταπρέπω]], ib. 835; auch ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν, 596; Hes. Th. 377; sp. D., auch c. accus., wie Ap. Rh. 2, 784, πάντεσσι μετέπρεπεν ἠϊθέοισιν εἶδός τ' ἠδὲ βίην. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />se distinguer parmi, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πρέπω]]. | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />[[se distinguer parmi]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πρέπω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταπρέπω:''' [[отличаться]], [[выдаваться]], [[выделяться]] (ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Μυρμιδόνεσσιν Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταπρέπω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[ξεχωρίζω]] ή είμαι διακεκριμένος [[ανάμεσα]] σ' άλλους, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ. | |lsmtext='''μεταπρέπω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[ξεχωρίζω]] ή είμαι διακεκριμένος [[ανάμεσα]] σ' άλλους, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[distinguish]] [[oneself]] or be [[distinguished]] [[among]] others, c. dat. pl., Hom. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:03, 5 November 2024
English (LSJ)
distinguish oneself or be distinguished among, c. dat. pl., [ταῦρος] βόεσσι μ. Il.2.481, etc.: freq. (esp. in Il.) of heroes, μ. ἡρώεσσιν ib.579; Τρώεσσι 13.175; ἱππεῦσι 11.720, cf. Hes.Th.92 (tm.); συμποσίοισι μ. Phalaec. ap. Ath.10.440d; ἐν πάντεσσι Orph.A.806: c. dat. modi, ἔγχεϊ Τρωσὶ μεταπρέπω I am distinguished among the Trojans by the spear, Il.16.835, cf. 596, Hes.Th.377: so c. inf., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Il. 16.194, cf. Od.18.2 (tm.): c. acc., μ. ἠϊθέοισιν εἶδος A.R.2.784.
German (Pape)
[Seite 153] unter Mehreren hervorglänzen, sich unter ihnen hervorthun, auszeichnen; ταῦρος βόεσσι μεταπρέπει, Il. 2, 481, u. öfter von stattlichen Tieren, sowie von Helden, πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν, 2, 579; mit näherer Angabe dessen, wodurch sich Einer auszeichnet, ὃς πᾶσι μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι, im Speerkampfe that er sich unter den Myrmidonen hervor, Il. 16, 194; kürzer, ἔγχεϊ δ' αὐτὸς Τρωσὶ – μεταπρέπω, ib. 835; auch ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν, 596; Hes. Th. 377; sp. D., auch c. accus., wie Ap. Rh. 2, 784, πάντεσσι μετέπρεπεν ἠϊθέοισιν εἶδός τ' ἠδὲ βίην.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
se distinguer parmi, τινι.
Étymologie: μετά, πρέπω.
Russian (Dvoretsky)
μεταπρέπω: отличаться, выдаваться, выделяться (ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Μυρμιδόνεσσιν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταπρέπω: διαπρέπω μεταξὺ πολλῶν, διακρίνομαι, μετὰ δοτ. πληθυντ., ἐπὶ μεγάλων καὶ εὐσώμων ζῴων, ταῦρος μεταπρέπει βόεσσι Ἰλ. Β. 481, κτλ.· ἢ ἐπὶ ἡρώων, μ. ἡρώεσσι, Μυρμιδόνεσσι, Τρώεσσι, κτλ., συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ.), καὶ παρ’ Ἡσ.· ὡσαύτως μετὰ δοτ. τρόπου, ἔγχεϊ Τρωσὶ μεταπρέπω, διακρίνομαι μεταξὺ τῶν Τρῶων τῷ δόρατι, Ἰλ. Π. 835, πρβλ. 596, Ἡσ. Θ. 377· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Ἰλ. Π. 194· μετ’ αἰτ., μ. ἠιθέοισιν εἶδος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 784. - Κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «μετατρέπειν· ὑπερβαίνειν, ὑπερλάμπειν».
English (Autenrieth)
be conspicuous or prominent among, τισίν.
Greek Monolingual
μεταπρέπω (Α)
διαπρέπω μεταξύ άλλων, εξέχω, διακρίνομαι («ὁ γὰρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένησιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πρέπω «φαίνομαι, ξεχωρίζω»].
Greek Monotonic
μεταπρέπω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., ξεχωρίζω ή είμαι διακεκριμένος ανάμεσα σ' άλλους, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.
Middle Liddell
to distinguish oneself or be distinguished among others, c. dat. pl., Hom.