οἰωνιστήριον: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oionistirion | |Transliteration C=oionistirion | ||
|Beta Code=oi)wnisth/rion | |Beta Code=oi)wnisth/rion | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[place for watching the flight of birds]], D.H. 1.86.<br><span class="bld">II</span> [[omen]] or [[token]], X.''Ap.''12. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />augure tiré du vol des oiseaux, présage.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνίζομαι]]. | |btext=ου (τό) :<br />[[augure tiré du vol des oiseaux]], [[présage]].<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>Ort zur [[Beobachtung]] des Vogelfluges</i>, Sp. – <i>Das [[Vogelzeichen]] und die in demselben liegende [[Vorbedeutung]], auch [[allgemein]]</i>, βροντὰς δὲ ἀμφιλέξει τις ἢ μὴ φωνεῖν ἢ μὴ μέγιστον [[οἰωνιστήριον]] [[εἶναι]], Xen. <i>Apol</i>. 12. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰωνιστήριον:''' τό [[предзнаменование]], [[знамение]], [[примета]] Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰωνιστήριον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου άκουγαν τις κραυγές και παρακολουθούσαν το [[πέταγμα]] τών πουλιών για να προβλέψουν τα μελλούμενα («ἦν δὲ Ῥωμύλῳ μὲν [[οἰωνιστήριον]] τὸ Παλλάντιον», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> προφητικό [[σημάδι]], [[προμήνυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰωνίζομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] –<i>τήριον</i> ( | |mltxt=[[οἰωνιστήριον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου άκουγαν τις κραυγές και παρακολουθούσαν το [[πέταγμα]] τών πουλιών για να προβλέψουν τα μελλούμενα («ἦν δὲ Ῥωμύλῳ μὲν [[οἰωνιστήριον]] τὸ Παλλάντιον», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> προφητικό [[σημάδι]], [[προμήνυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰωνίζομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] –<i>τήριον</i> ([[πρβλ]]. [[σωφρονιστήριον]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰωνιστήριον:''' τό, [[μέρος]] απ' όπου οι μάντεις παρακολουθούσαν το [[πέταγμα]] των πουλιών για να προμαντεύσουν το [[μέλλον]], [[σημάδι]], προφητική [[ένδειξη]], [[οιωνός]], σε Ξεν. | |lsmtext='''οἰωνιστήριον:''' τό, [[μέρος]] απ' όπου οι μάντεις παρακολουθούσαν το [[πέταγμα]] των πουλιών για να προμαντεύσουν το [[μέλλον]], [[σημάδι]], προφητική [[ένδειξη]], [[οιωνός]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[οἰωνιστήριον]], ου, τό, [from [[οἰωνίζομαι]]<br />a [[place]] for watching the [[flight]] of birds:—an [[omen]] or token, Xen. | |mdlsjtxt=[[οἰωνιστήριον]], ου, τό, [from [[οἰωνίζομαι]]<br />a [[place]] for watching the [[flight]] of birds:—an [[omen]] or token, Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A place for watching the flight of birds, D.H. 1.86.
II omen or token, X.Ap.12.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
augure tiré du vol des oiseaux, présage.
Étymologie: οἰωνίζομαι.
German (Pape)
τό, Ort zur Beobachtung des Vogelfluges, Sp. – Das Vogelzeichen und die in demselben liegende Vorbedeutung, auch allgemein, βροντὰς δὲ ἀμφιλέξει τις ἢ μὴ φωνεῖν ἢ μὴ μέγιστον οἰωνιστήριον εἶναι, Xen. Apol. 12.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνιστήριον: τό предзнаменование, знамение, примета Xen.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνιστήριον: τό, τόπος ἐξ οὗ παρετήρουν τὴν πτῆσιν πτηνῶν καὶ ἐμαντεύοντο, Λατ. templum augurale, Διον Ἁλ. 1.86. ΙΙ. οἰωνὸς ἢ σημεῖον, Ξεν. Ἀπολ. 12.
Greek Monolingual
οἰωνιστήριον, τὸ (Α)
1. τόπος όπου άκουγαν τις κραυγές και παρακολουθούσαν το πέταγμα τών πουλιών για να προβλέψουν τα μελλούμενα («ἦν δὲ Ῥωμύλῳ μὲν οἰωνιστήριον τὸ Παλλάντιον», Δίον. Αλ.)
2. προφητικό σημάδι, προμήνυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνίζομαι + επίθημα –τήριον (πρβλ. σωφρονιστήριον)].
Greek Monotonic
οἰωνιστήριον: τό, μέρος απ' όπου οι μάντεις παρακολουθούσαν το πέταγμα των πουλιών για να προμαντεύσουν το μέλλον, σημάδι, προφητική ένδειξη, οιωνός, σε Ξεν.
Middle Liddell
οἰωνιστήριον, ου, τό, [from οἰωνίζομαι
a place for watching the flight of birds:—an omen or token, Xen.