κορωνός: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koronos
|Transliteration C=koronos
|Beta Code=korwno/s
|Beta Code=korwno/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[curved]], [[crooked]], of the coronoid process of the jawbone, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>30</span>; <b class="b3">βοῦς κ</b>. [[with crumpled horns]], <span class="bibl">Archil.39</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[γαῦρος]], [[ὑψαυχενῶν]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>530.27</span>; <b class="b3">κορωνὰ βαίνειν</b>, = [[κορωνιᾶν]], <span class="bibl">Anacr.151</span>.</span>
|Definition=κορωνή, κορωνόν,<br><span class="bld">A</span> [[curved]], [[crooked]], of the coronoid process of the jawbone, Hp.''Art.''30; <b class="b3">βοῦς κ.</b> [[with crumpled horns]], Archil.39.<br><span class="bld">II</span> = [[γαῦρος]], [[ὑψαυχενῶν]], ''EM''530.27; <b class="b3">κορωνὰ βαίνειν</b>, = [[κορωνιᾶν]], Anacr.151.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> recourbé ; τὸ κορωνόν la courbe du bras, le coude;<br /><b>2</b> aux cornes recourbées.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κορώνη]]¹.
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[recourbé]] ; τὸ κορωνόν la courbe du bras, le coude;<br /><b>2</b> [[aux cornes recourbées]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[κορώνη]]¹.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κορωνός''': , -όν, [[καμπύλος]], [[κυρτός]], ἐπὶ τοῦ ὀστοῦ τῆς σιαγόνος, Ἱππ. π. Ἄρθ. 797 [[βοῦς]] κ., ἔχων καμπύλα κέρατα, Ἀρχιλ. Ἀποσπ. 36· πρβλ. κορωνὶς Ι. 2, [[ἕλιξ]]. ΙΙ. = [[γαῦρος]], [[ὑψαύχην]] (Ἐτυμολ. Μέγ. 270. 45), κορωνὰ βαίνειν = κορωνιᾶν Ἀνακρ. 148 πρβλ. [[κορωνίης]].
|elnltext=κορωνός -ή -όν [~ κορώνη] gebogen. Hp.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''κορωνός:''' -ή, -όν, [[καμπυλωτός]], [[κυρτός]]· με κυρτά κέρατα, σε Αρχίλ.
|lsmtext='''κορωνός:''' -ή, -όν, [[καμπυλωτός]], [[κυρτός]]· με κυρτά κέρατα, σε Αρχίλ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κορωνός --όν [~ κορώνη] gebogen. Hp.
|lstext='''κορωνός''': -ή, -όν, [[καμπύλος]], [[κυρτός]], ἐπὶ τοῦ ὀστοῦ τῆς σιαγόνος, Ἱππ. π. Ἄρθ. 797 [[βοῦς]] κ., ἔχων καμπύλα κέρατα, Ἀρχιλ. Ἀποσπ. 36· πρβλ. κορωνὶς Ι. 2, [[ἕλιξ]]. ΙΙ. = [[γαῦρος]], [[ὑψαύχην]] (Ἐτυμολ. Μέγ. 270. 45), κορωνὰ βαίνειν = κορωνιᾶν Ἀνακρ. 148 πρβλ. [[κορωνίης]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κορωνός]], ή, όν<br />[[curved]], [[crooked]]: with crumpled horns, Archil.
|mdlsjtxt=[[κορωνός]], ή, όν<br />[[curved]], [[crooked]]: with crumpled horns, Archil.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[gekrümmt]], [[gebogen]]</i>; [[βοῦς]], <i>mit krummen Hörnern</i>, wie [[ἕλιξ]], Archil. frg. 8; aber <i>EM</i>. 530.28 erkl. [[ὑψαύχην]], γαυριῶν. Vgl. [[κορωνιάω]], [[κορώνη]] und [[κορωνίς]].
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνός Medium diacritics: κορωνός Low diacritics: κορωνός Capitals: ΚΟΡΩΝΟΣ
Transliteration A: korōnós Transliteration B: korōnos Transliteration C: koronos Beta Code: korwno/s

English (LSJ)

κορωνή, κορωνόν,
A curved, crooked, of the coronoid process of the jawbone, Hp.Art.30; βοῦς κ. with crumpled horns, Archil.39.
II = γαῦρος, ὑψαυχενῶν, EM530.27; κορωνὰ βαίνειν, = κορωνιᾶν, Anacr.151.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 recourbé ; τὸ κορωνόν la courbe du bras, le coude;
2 aux cornes recourbées.
Étymologie: cf. κορώνη¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορωνός -ή -όν [~ κορώνη] gebogen. Hp.

Greek Monolingual

κορωνός, -ή, -όν (Α) κορώνη
1. (για το οστό του σαγονιού) καμπύλος, κυρτός
2. (για βόδια) αυτός πού έχει ελικοειδή κέρατα
3. γαύρος, υψαύχην
4. φρ. «κορωνά βαίνειν» — κορωνιᾱν, το να καμαρώνει κάποιος, να παίρνει στάση γεμάτη καμάρι (Ανακρ.).

Greek Monotonic

κορωνός: -ή, -όν, καμπυλωτός, κυρτός· με κυρτά κέρατα, σε Αρχίλ.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνός: -ή, -όν, καμπύλος, κυρτός, ἐπὶ τοῦ ὀστοῦ τῆς σιαγόνος, Ἱππ. π. Ἄρθ. 797 βοῦς κ., ἔχων καμπύλα κέρατα, Ἀρχιλ. Ἀποσπ. 36· πρβλ. κορωνὶς Ι. 2, ἕλιξ. ΙΙ. = γαῦρος, ὑψαύχην (Ἐτυμολ. Μέγ. 270. 45), κορωνὰ βαίνειν = κορωνιᾶν Ἀνακρ. 148 πρβλ. κορωνίης.

Middle Liddell

κορωνός, ή, όν
curved, crooked: with crumpled horns, Archil.

German (Pape)

gekrümmt, gebogen; βοῦς, mit krummen Hörnern, wie ἕλιξ, Archil. frg. 8; aber EM. 530.28 erkl. ὑψαύχην, γαυριῶν. Vgl. κορωνιάω, κορώνη und κορωνίς.