παράχωμα: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parachoma
|Transliteration C=parachoma
|Beta Code=para/xwma
|Beta Code=para/xwma
|Definition=ατος, τό, [[embankment]], [[dyke]], in plural, <span class="bibl">Str.5.1.5</span>, <span class="bibl">10.2.19</span>.
|Definition=-ατος, τό, [[embankment]], [[dyke]], in plural, Str.5.1.5, 10.2.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />chaussé élevée auprès, digue.<br />'''Étymologie:''' [[παραχώννυμι]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[chaussé élevée auprès]], [[digue]].<br />'''Étymologie:''' [[παραχώννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράχωμα Medium diacritics: παράχωμα Low diacritics: παράχωμα Capitals: ΠΑΡΑΧΩΜΑ
Transliteration A: paráchōma Transliteration B: parachōma Transliteration C: parachoma Beta Code: para/xwma

English (LSJ)

-ατος, τό, embankment, dyke, in plural, Str.5.1.5, 10.2.19.

German (Pape)

[Seite 508] τό, daneben aufgeschütteter oder aufgeworfener Damm, Strab. 5, 1, 5 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
chaussé élevée auprès, digue.
Étymologie: παραχώννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

παράχωμα: τό, σωρὸς χώματος χρησιμεύων ὡς πρόχωμα εἰς τὰ πλάγια διώρυχος ἢ τάφρου, Στράβ. 212, 458.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ παραχώννυμι
σωρός από χώμα που χρησιμεύει ως πρόχωμα στα πλάγια διώρυγας ή τάφρου
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραχώνω
2. συσσώρευση χώματος κοντά στη ρίζα φυτού για να διατηρείται η υγρασία μέσα στον λάκκο
3. απόκρυψη μέσα στη γη, επικάλυψη με χώμα
4. ειρων. ενταφιασμός.

Greek Monotonic

παράχωμα: τό, σωρός χώματος που χρησιμεύει ως ανάχωμα, τάφρος, σε Στράβ.

Middle Liddell

παράχωμα, ατος, τό,
a side embankment, a dyke, Strab.