παραπέτασμα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parapetasma
|Transliteration C=parapetasma
|Beta Code=parape/tasma
|Beta Code=parape/tasma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that which is spread before]] a thing, [[hanging]], [[curtain]], παραπετάσματα ποικίλα <span class="bibl">Hdt.9.82</span>; π. Μηδικά <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>938</span>; τὸ π. τὸ Κύπριον <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>611</span>; π. λιτόν <span class="title">IG</span>12.330.6: metaph., [[screen]], [[cover]], ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>316e</span>, cf. <span class="bibl">D.45.19</span>; τὰ χρήματα… π. τοῦ βίου <span class="bibl">Alex.340</span> ( = <span class="bibl">Antiph.327</span>); εἶχεν δὲ π. τὴν ἐρημίαν <span class="bibl">Men.406.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> pl., [[mantlets]], <span class="bibl">Agath.3.7</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is spread before]] a thing, [[hanging]], [[curtain]], παραπετάσματα ποικίλα [[Herodotus|Hdt.]]9.82; π. Μηδικά Ar.''Ra.''938; τὸ π. τὸ Κύπριον Id.''Fr.''611; π. λιτόν ''IG''12.330.6: metaph., [[screen]], [[cover]], ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 316e, cf. D.45.19; τὰ χρήματα… π. τοῦ βίου Alex.340 (= Antiph.327); εἶχεν δὲ π. τὴν ἐρημίαν Men.406.4.<br><span class="bld">II</span> pl., [[mantlets]], Agath.3.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> tenture;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πετάννυμι]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[tenture]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πετάννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραπέτασμα''': τό, ὅ,τι ἐκτείνεται ἀναπεπταμένον ἐνώπιόν τινος, [[παραπέτασμα]], παραπετάσματα ποικίλα, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Μαρδονίου, Ἡρόδ. 9. 82· παρ. Μηδικὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 938· τὸ π. τὸ Κύπριον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 513. - μεταφορ., [[πρόσχημα]], [[προκάλυμμα]], ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο Πλάτ. Πρωτ. 316Ε, πρβλ. Δημ. 1107. 1· τὰ χρήματα .. π. τοῦ βίου Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 41· εἶχε δὲ [[παραπέτασμα]] τὴν ἐρημίαν Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπετάσματα· παρακαλύμματα».
|elnltext=παραπέτασμα -ατος, τό &#91;[[παρά]], [[πετάννυμι]]] gordijn; overdr. dekmantel:. ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο zij hebben die vakken als dekmantel gebruikt Plat. Prot. 316e.
}}
{{elru
|elrutext='''παραπέτασμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[завеса]], [[занавес]] (παραπετάσματα [[ποικίλα]] Her.; ἁλουργά Plut.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[прикрытие]], [[предлог]] (παραπετάσματι χρῆσθαί τινι Plat., Dem., Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παραπέτασμα:''' -ατος, τό, αυτό που απλώνεται [[πριν]] από [[κάτι]], [[παραπέτασμα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., [[πρόσχημα]], [[προκάλυμμα]], σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''παραπέτασμα:''' -ατος, τό, αυτό που απλώνεται [[πριν]] από [[κάτι]], [[παραπέτασμα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., [[πρόσχημα]], [[προκάλυμμα]], σε Πλάτ., Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραπέτασμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[завеса]], [[занавес]] (παραπετάσματα [[ποικίλα]] Her.; ἁλουργά Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[прикрытие]], [[предлог]] (παραπετάσματι χρῆσθαί τινι Plat., Dem., Plut.).
|lstext='''παραπέτασμα''': τό, ὅ,τι ἐκτείνεται ἀναπεπταμένον ἐνώπιόν τινος, [[παραπέτασμα]], παραπετάσματα ποικίλα, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Μαρδονίου, Ἡρόδ. 9. 82· παρ. Μηδικὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 938· τὸ π. τὸ Κύπριον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 513. - μεταφορ., [[πρόσχημα]], [[προκάλυμμα]], ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο Πλάτ. Πρωτ. 316Ε, πρβλ. Δημ. 1107. 1· τὰ χρήματα .. π. τοῦ βίου Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 41· εἶχε δὲ [[παραπέτασμα]] τὴν ἐρημίαν Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπετάσματα· παρακαλύμματα».
}}
{{elnl
|elnltext=παραπέτασμα -ατος, τό [παρά, πετάννυμι] gordijn; overdr. dekmantel:. ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο zij hebben die vakken als dekmantel gebruikt Plat. Prot. 316e.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[screen]]
|woodrun=[[screen]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κουρτίνα]], [[πέπλο]], [[προκάλυμμα]]). Ἀπό τό [[παραπετάννυμαι]] (=σέρνομαι σάν κουρτίνα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[πετάννυμι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπέτασμα Medium diacritics: παραπέτασμα Low diacritics: παραπέτασμα Capitals: ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ
Transliteration A: parapétasma Transliteration B: parapetasma Transliteration C: parapetasma Beta Code: parape/tasma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is spread before a thing, hanging, curtain, παραπετάσματα ποικίλα Hdt.9.82; π. Μηδικά Ar.Ra.938; τὸ π. τὸ Κύπριον Id.Fr.611; π. λιτόν IG12.330.6: metaph., screen, cover, ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο Pl.Prt. 316e, cf. D.45.19; τὰ χρήματα… π. τοῦ βίου Alex.340 (= Antiph.327); εἶχεν δὲ π. τὴν ἐρημίαν Men.406.4.
II pl., mantlets, Agath.3.7.

German (Pape)

[Seite 493] τό, das Vorgebreitete, der Vorhang; Ar. Ran. 938; Her. 9, 82; Diphil. bei Ath. VI, 225 b; Plut. Artax. 5 u. a. Sp.; Vorwand, ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο, Plat. Prot. 316 e; παραπετάσματι χρησάμενοι τῇ προκλήσει, Dem. 45, 19, zum Vorwand brauchen.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 tenture;
2 fig. prétexte.
Étymologie: παρά, πετάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπέτασμα -ατος, τό [παρά, πετάννυμι] gordijn; overdr. dekmantel:. ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο zij hebben die vakken als dekmantel gebruikt Plat. Prot. 316e.

Russian (Dvoretsky)

παραπέτασμα: ατος τό
1 завеса, занавес (παραπετάσματα ποικίλα Her.; ἁλουργά Plut.);
2 перен. прикрытие, предлог (παραπετάσματι χρῆσθαί τινι Plat., Dem., Plut.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ παραπετάννυμαι
1. υφασμάτινο συνήθως προκάλυμμα που κρεμιέται για να κρύψει ή να απομονώσει κάτι («σκηνήν... παραπετάσμασι ποικίλοισι κατεσκευασμένην», Ηρόδ.)
2. μτφ. πρόσχημα («ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «σιδηρούν παραπέτασμα» ἡ, Απλώς, «παραπέτασμα» — όρος που καθιερώθηκε διεθνώς μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και χρησιμοποιήθηκε μέχρι τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας του 1980 και δήλωνε τη Σοβιετική Ένωση και τις ανατολικές χώρες οι οποίες βρίσκονταν υπό την επιρροή της, λόγω τών φραγμών που υπήρχαν στην κυκλοφορία ανθρώπων και ιδεών μεταξύ τών χωρών αυτών, αφ' ενός, και τών δυτικών χωρών αφ' ετέρου
(μσν-αρχ.) στον πληθ. τα παραπετάσματα
χλαμύδες, μανδύες.

Greek Monotonic

παραπέτασμα: -ατος, τό, αυτό που απλώνεται πριν από κάτι, παραπέτασμα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., πρόσχημα, προκάλυμμα, σε Πλάτ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

παραπέτασμα: τό, ὅ,τι ἐκτείνεται ἀναπεπταμένον ἐνώπιόν τινος, παραπέτασμα, παραπετάσματα ποικίλα, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Μαρδονίου, Ἡρόδ. 9. 82· παρ. Μηδικὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 938· τὸ π. τὸ Κύπριον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 513. - μεταφορ., πρόσχημα, προκάλυμμα, ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο Πλάτ. Πρωτ. 316Ε, πρβλ. Δημ. 1107. 1· τὰ χρήματα .. π. τοῦ βίου Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 41· εἶχε δὲ παραπέτασμα τὴν ἐρημίαν Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπετάσματα· παρακαλύμματα».

Middle Liddell

παρα-πέτασμα, ατος, τό,
that which is spread before a thing, a hanging curtain, Hdt., Ar.:—metaph. a screen, cover, Plat., Dem.

English (Woodhouse)

screen

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=κουρτίνα, πέπλο, προκάλυμμα). Ἀπό τό παραπετάννυμαι (=σέρνομαι σάν κουρτίνα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα πετάννυμι.