πότης: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
 
Line 5: Line 5:
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui boit beaucoup (lampe).<br />'''Étymologie:''' [[πίνω]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui boit beaucoup (lampe).<br />'''Étymologie:''' [[πίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων, [[πολυπότης]], θηλ. [[πότις]], (ἀλλὰ τό ἀρσ. φαίνεται ὅτι δὲν τίθεται ἐπὶ προσώπων, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[φιλοπότης]], Piers. εἰς Ἡρῳδιαν. 432), [[πότις]] γυνὴ Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 607· αὕτη δὲ Λαῒς ἀργὸς καὶ [[πότις]] Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 5· ― μεταφορ., [[πότης]] [[λύχνος]], ὁ πίνων, καταναλίσκων πολὺ [[ἔλαιον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 57· οὕτω, [[στίλβη]] [[πότις]] Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 15. ― Κωμ. ὑπερθ., ποτίσταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43 καὶ 178.
|elnltext=πότης -ου, ὁ [πίνω] drinker; overdr.. ποτὴς λύχνος een dorstige (d.w.z. veel verbruikende) lamp Aristoph. Nub. 57.
}}
{{elru
|elrutext='''πότης:''' ου adj. m (superl. f ποτιστάτη) много пьющий (γυναῖκες Arph.): π. [[λύχνος]] Arph. светильник, поглощающий много масла.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 14: Line 17:
|lsmtext='''πότης:''' -ου, ὁ, θηλ. [[πότις]] (√<i>ΠΟ</i> από κάποιους χρόνους του [[πίνω]]), [[πότης]], [[μέθυσος]], [[μπεκρής]]· μεταφ., [[πότης]] [[λύχνος]], μεθυσμένο [[λυχνάρι]], δηλ. αυτό που καταναλώνει [[πολύ]] [[λάδι]], σε Αριστοφ.· κωμ. υπερθ. [[ποτίστατος]], στον ίδ.
|lsmtext='''πότης:''' -ου, ὁ, θηλ. [[πότις]] (√<i>ΠΟ</i> από κάποιους χρόνους του [[πίνω]]), [[πότης]], [[μέθυσος]], [[μπεκρής]]· μεταφ., [[πότης]] [[λύχνος]], μεθυσμένο [[λυχνάρι]], δηλ. αυτό που καταναλώνει [[πολύ]] [[λάδι]], σε Αριστοφ.· κωμ. υπερθ. [[ποτίστατος]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πότης:''' ου adj. m (superl. f ποτιστάτη) много пьющий (γυναῖκες Arph.): π. [[λύχνος]] Arph. светильник, поглощающий много масла.
|lstext='''πότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων, [[πολυπότης]], θηλ. [[πότις]], (ἀλλὰ τό ἀρσ. φαίνεται ὅτι δὲν τίθεται ἐπὶ προσώπων, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[φιλοπότης]], Piers. εἰς Ἡρῳδιαν. 432), [[πότις]] γυνὴ Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 607· αὕτη δὲ Λαῒς ἀργὸς καὶ [[πότις]] Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 5· ― μεταφορ., [[πότης]] [[λύχνος]], ὁ πίνων, καταναλίσκων πολὺ [[ἔλαιον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 57· οὕτω, [[στίλβη]] [[πότις]] Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 15. ― Κωμ. ὑπερθ., ποτίσταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43 καὶ 178.
}}
{{elnl
|elnltext=πότης -ου, [πίνω] drinker; overdr.. ποτὴς λύχνος een dorstige (d.w.z. veel verbruikende) lamp Aristoph. Nub. 57.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πότης]], ου, ὁ, [!πο, Root of [[some]] tenses of [[πίνω]]<br />a drinker, [[tippler]], [[toper]]:—metaph., [[πότης]] [[λύχνος]] a [[tippling]] [[lamp]], i. e. that consumes [[much]] oil, Ar.: Comic Sup., [[ποτίστατος]], Ar.
|mdlsjtxt=[[πότης]], ου, ὁ, [!πο, Root of [[some]] tenses of [[πίνω]]<br />a drinker, [[tippler]], [[toper]]:—metaph., [[πότης]] [[λύχνος]] a [[tippling]] [[lamp]], i. e. that consumes [[much]] oil, Ar.: Comic Sup., [[ποτίστατος]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 689] ὁ, Trinker; λύχνος, ein viel Oel verzehrender Lampendocht, Ar. Nub. 58, der auch einen tom. superl. ποτίστατος bildet, starker Zecher, Av. 735; Ael. V. H. 12, 26. – Einzeln bei Sp.; auch πώτης, vgl. Lob. Phryn. 456.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui boit beaucoup (lampe).
Étymologie: πίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πότης -ου, ὁ [πίνω] drinker; overdr.. ποτὴς λύχνος een dorstige (d.w.z. veel verbruikende) lamp Aristoph. Nub. 57.

Russian (Dvoretsky)

πότης: ου adj. m (superl. f ποτιστάτη) много пьющий (γυναῖκες Arph.): π. λύχνος Arph. светильник, поглощающий много масла.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και θηλ. πότις, -ιδος, Α
αυτός που πίνει κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά σε μεγάλη ποσότητα, μέθυσος, μπεκρής
αρχ.
(για λύχνο) αυτός που καταναλώνει πολύ λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

πότης: -ου, ὁ, θηλ. πότις (√ΠΟ από κάποιους χρόνους του πίνω), πότης, μέθυσος, μπεκρής· μεταφ., πότης λύχνος, μεθυσμένο λυχνάρι, δηλ. αυτό που καταναλώνει πολύ λάδι, σε Αριστοφ.· κωμ. υπερθ. ποτίστατος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων, πολυπότης, θηλ. πότις, (ἀλλὰ τό ἀρσ. φαίνεται ὅτι δὲν τίθεται ἐπὶ προσώπων, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ εἶναι ἐν χρήσει τὸ φιλοπότης, Piers. εἰς Ἡρῳδιαν. 432), πότις γυνὴ Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 607· αὕτη δὲ Λαῒς ἀργὸς καὶ πότις Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 5· ― μεταφορ., πότης λύχνος, ὁ πίνων, καταναλίσκων πολὺ ἔλαιον, Ἀριστοφ. Νεφ. 57· οὕτω, στίλβη πότις Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 15. ― Κωμ. ὑπερθ., ποτίσταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43 καὶ 178.

Middle Liddell

πότης, ου, ὁ, [!πο, Root of some tenses of πίνω
a drinker, tippler, toper:—metaph., πότης λύχνος a tippling lamp, i. e. that consumes much oil, Ar.: Comic Sup., ποτίστατος, Ar.