σκαφεύς: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skafeys
|Transliteration C=skafeys
|Beta Code=skafeu/s
|Beta Code=skafeu/s
|Definition=έως, ὁ, (σκάπτω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[digger]], [[delver]], <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>252</span>, <span class="bibl">Archipp. 44</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1538</span> (Ptolemaic), <span class="title">Arch.Pap.</span>5.381 (i A.D.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[σκαφηφόρος]], <span class="title">Com.Adesp.</span>1144.</span>
|Definition=-έως, ὁ, ([[σκάπτω]])<br><span class="bld">A</span> [[digger]], [[delver]], E.''El.''252, Archipp. 44, ''BGU''1538 (Ptolemaic), ''Arch.Pap.''5.381 (i A.D.).<br><span class="bld">II</span> = [[σκαφηφόρος]], ''Com.Adesp.''1144.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 16:
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σκάπτω]].
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σκάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκᾰφεύς''': έως, ὁ, ([[σκάπτω]]) σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ [[σκάφος]].
|elnltext=σκαφεύς -έως, ὁ [σκάπτω] [[graver]], [[spitter]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾰφεύς:''' έως ὁ землекопатель, т. е. земледелец Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[σκάπτω]]), αυτός που σκάβει, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ.
|lsmtext='''σκᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[σκάπτω]]), αυτός που σκάβει, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκᾰφεύς:''' έως ὁ землекопатель, т. е. земледелец Eur.
|lstext='''σκᾰφεύς''': έως, ὁ, ([[σκάπτω]]) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ [[σκάφος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκαφεύς -έως, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκᾰφεύς, έως, ὁ, [[σκάπτω]]<br />a [[digger]], delver, ditcher, Eur.
|mdlsjtxt=σκᾰφεύς, έως, ὁ, [[σκάπτω]]<br />a [[digger]], delver, ditcher, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφεύς Medium diacritics: σκαφεύς Low diacritics: σκαφεύς Capitals: ΣΚΑΦΕΥΣ
Transliteration A: skapheús Transliteration B: skapheus Transliteration C: skafeys Beta Code: skafeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, (σκάπτω)
A digger, delver, E.El.252, Archipp. 44, BGU1538 (Ptolemaic), Arch.Pap.5.381 (i A.D.).
II = σκαφηφόρος, Com.Adesp.1144.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, der Grabende, der Gräber; Eur. El. 252; Phryn. in B. A. 62.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαφεύς -έως, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰφεύς: έως ὁ землекопатель, т. е. земледелец Eur.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
βλ. σκαφέας.

Greek Monotonic

σκᾰφεύς: -έως, ὁ (σκάπτω), αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφεύς: έως, ὁ, (σκάπτω) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ σκάφος.

Middle Liddell

σκᾰφεύς, έως, ὁ, σκάπτω
a digger, delver, ditcher, Eur.